Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
ΠΡΟΣΠ. Εύγε σου, Πνεύμα! Ποίος ευρέθη τόσο σταθερός, τόσον ακλόνητος, ώστε να μείνουν γερά τα λογικά του σε τόση αντάρα; ΑΡΙΕΛ. Παντού της τρέλλας η μάνητα, παντού τα καμώματα της απελπισίας· όλοι, όξω από τους ναύταις, εβούτησαν μέσα στους πικρούς αφρούς, κι' άφησαν το καράβι όλο φλόγες μ' εμένα πιασμένο. ΠΡΟΣΠ. Α! έτσι σε θέλω, Πνεύμα μου! Αλλά δεν εγίνηκε αυτό σιμά στ' ακρογιάλι;
Μερικές ραβδιές, και συνέφερε ο παπάς. Σαν τρελλός φώναζε ο δύστυχος. Ώσπου άρχισε να καταριέται, και φοβήθηκαν τις κατάρες του, και τον άφησαν κ' έφυγε, και μήτε ξαναφάνηκε μήτε ξανακούστηκε πια. Ζητούν ύστερα να ξελιγοθυμήσουν την κερά Πιπίνα, μα πού να ξελιγοθυμήση! «Να φωνάξουμε τον Επίτροπο», φωνάζει ένας, και ξυπνάει αμέσως η πιτρόπισσα! Άρχισε να κάμνη την τρελλή.
Τόρα λοιπόν, κατόπιν από εκείνα που είπαμεν, είναι ανάγκη να ορίσωμεν οπωσδήποτε αυτά. Αφορμή δε δι' όλα αυτά είναι αι επιθυμίαι των μελλοθανάτων να κάμουν διαθήκην και αι περιπέτειαι εκείνων, οι οποίοι δεν άφησαν απολύτως καμμίαν διαθήκην. Ανέφερα δε την λέξιν ανάγκη, φίλε Κλεινία, διότι έλαβα υπ' όψιν την δυστροπίαν και την δυσκολίαν αυτών.
Εις αυτά τα λόγια της σκλάβας οι δύο Μώροι, που με εφύλαγαν με άφησαν, και αναμέρισαν, και η σκλάβα με παίρνει από το χέρι, και με φέρει εκεί που η κυρία της μας εκαρτερούσεν, η οποία εκάθονταν επάνω εις ένα σωρόν από τομάρια των αγρίων θηρίων, τα οποία εχρησίμευαν διά θρόνον της.
— Τίποτε, Μεγαλειότατε, μα την αλήθεια, που να μη μπορής να το ιδής με τα μάτια σου και να τ' ακούσης με τ' αυτιά σου. Κύτταξε, άκουσε, ωραίε Βασιληά. Ίσως είναι ακόμη καιρός. Απεσύρθησαν, και με χαρά τον άφησαν να καταπίνη το φαρμάκι. Ο Βασιληάς Μάρκος δε μπόρεσε ν' αντισταθή στον πειρασμό. Αθέλητα κατασκόπευσε τον ανηψιό του, παραμόνεψε τη Βασίλισσα.
Ο Καραϊσκάκης διέταξε και προκατέλαβον έμπροσθεν τον τόπον μερικοί, οι δε λοιποί διαμοιρασθέντες εις τα δύω πλάγια της οδού άφησαν τους Τούρκους έως ου εισήλθον εις την ενέδραν· τότε δε αποκλείσαντες αυτούς και από τα όπισθεν, τους εκτύπησαν πανταχόθεν, ώστε εις ολίγων στιγμών διάστημα τους εφόνευσαν όλους εκτός δύο μόνον διασωθέντων διά της φυγής και άλλων δύω ζωγρηθέντων.
Καλά φερθήτε μου εσείς, και θα πληρώσω λύτρα. — Έχω πληγήν εις τα μυαλά. Χειρούργους φέρετέ μου. ΑΞΙΩΜ. Θα έχης ό,τι αγαπάς. ΛΗΡ Πού είν' οι άνθρωποί μου; Κατάμονον με άφησαν; Ω! είναι τούτο πράγμα να κάμη κάθε άνθρωπον να κλαίη και να κλαίη, ως που τα 'μάτια του τα δυο να γίνουν ποτιστήρια, την σκόνην του καλοκαιριού να την κατακαθίζουν! ΑΞΙΩΜ. Καλέ αυθέντα μου... ΛΗΡ Αλλά γενναία θ' αποθάνω!
Αι λαμπάδες και τα εξαπτέρυγα εμπρός, ο κόσμος αμέτρητος οπίσω, κ' εν μέσω αλλόμενος και σκιρτών ο γέρων Παπά-Νικόλας, κρατών τον Τίμιον Σταυρόν και ψάλλων «Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν». Η θάλασα ήτον ήσυχος την ημέραν εκείνην. Τα μικροκάικα όλα γύρω-γύρω σημαιοστόλιστα. Η βάρκαις άφησαν θέσιν, ως μιας ορχήστρας θέσιν, να πέση εκεί ο Σταυρός.
Η μήτηρ του Άρεως διέμενεν εις τον ναόν τούτον· ο θεός, ανατρεφόμενος αλλαχού, εγένετο έφηβος και ηθέλησε να εισέλθη διά να συνομιλήση με την μητέρα του· αλλ' οι υπηρέται, οίτινες ποτέ δεν τον είχον ιδεί, δεν τον άφησαν και τον απώθησαν· τότε αυτός έλαβεν ανθρώπους από άλλην πόλιν, έδειρε τους υπηρέτας και εισήλθεν εις της μητρός του.
Του αφήρεσαν τα πάντα, ενδύματα, τρόφιμα, κοντάρια, ιστία, ως και τας κώπας. Του άφησαν μόνον τους τροπωτήρας και τους σκαλμούς. Και τους μεν σκαλμούς ίσως δεν ηδυνήθησαν να τους εβγάλουν από της σκαλμότρυπες, οι δε τροπωτήρες θα τους έπεσαν δι' αδεξιότητα από τας κώπας. Τι να τους κάμη τους τροπωτήρας και τους σκαλμούς! Πώς να ταξειδεύση χωρίς κώπας, χωρίς ιστία;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν