Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Έβαλε εκεί το ποδήλατό του και άρχισε να λύνει την βαλίτσα χτυπώντας την με ένα μαντήλι για αν διώξει τη σκόνη. Η Νοέμι σκεφτόταν: «Πρέπει να φωνάξω την θεια-Ποτόι, να την στείλω στον Έφις…. Πώς να κάνω μόνη μου; Α, εκείνες ήξεραν ότι θα ερχόταν και με άφησαν μόνη….»
Αποκαταστήσαντες δε, εις τας Ορνεάς τους φυγάδας των Αργείων άφησαν εις αυτούς μικρόν μέρος στρατού, και συνθηκολογήσαντες επί ωρισμένον χρόνον να μη λεηλατούν αμοιβαίως τας χώρας των οι Ορνεάται και οι Αργείοι, επέστρεψαν εις τα ίδια μετά του υπολοίπου στρατού.
Αλλά σοφιστευόμενος ο νομικός απηύθυνε δεύτερον ερώτημα, «Και τις ο πλησίον;» Τότε ο Ιησούς έλαβεν αφορμήν να είπη μίαν των λαμπροτάτων παραβολών Του. Άνθρωπός τις κατέβαινε την βραχώδη φάραγγα την από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ, έπεσε δε εις χείρας ληστών, οίτινες, αφού τον εγύμνωσαν τον άφησαν καθημαγμένον και ημιθανή. Ιερεύς τις διαβαίνων, τον είδε και αντιπαρήλθε.
Οι Άγιοι όμως δεν τον άφησαν. . . Ηθέλησε δια να αντιγράψη την Πλατυτέραν των Ουρανών μεγαλώσαντος το ιερόν: να φέρη την Αγίαν Τράπεζαν στη μέση, όπως το κανονικόν, δια να περιφέρεται ο ιερεύς, επειδή τώρα είναι μες τον τοίχο, κάτωθεν της θαυματουργού Εικόνας όπως αρχαιόθεν.
Άμα έφθασαν ούτοι εις τον λιμένα, τους προσεκάλεσε διά να μάθη παρ' αυτών τι θα έλεγον περί του Αρίωνος· εκείνοι δε απεκρίθησαν ότι ήτο σώος και υγιής εις την Ιταλίαν και ότι τον άφησαν εις τον Τάραντα πλουτούντα.
Τότε λοιπόν η ψευδής κρίσις μένει εις την εξής περίπτωσιν, όταν εγώ γνωρίζω και σε και τον Θεόδωρον και έχω αποτυπωμένα εις εκείνο το κήρινον όργανον τα χαρακτηριστικά των δύο σας, ως να είσθε δακτυλίδια, σας βλέπω όμως και τους δύο ύστερα από πολύν καιρόν και όχι τόσον καθαρά, και προσπαθών να αποδώσω τα χαρακτηριστικά του καθενός σας εις την ιδικήν του μορφήν, τα εμβάζω και τα προσαρμόζω εις τα ίχνη τα οποία άφησαν εντός μου, διά να γίνη η αναγνώρισις.
Η ντόνα Έστερ τον βρήκε έτσι, ήρεμο, ακίνητο, κάτω από το χράμι, άκαμπτο. Τον κούνησε, τον φώναξε και μόλις κατάλαβε ότι ήταν νεκρός και ότι τον άφησαν να πεθάνει μόνος, άρχισε να κλαίει γοερά, με ένα βραχνό βογγητό που την τρόμαξε. Προσπάθησε να ηρεμήσει, αλλά δεν μπορούσε∙ λες και μια ψυχή θρηνούσε μέσα της ενάντια στη θέλησή της.
Οιονεί διά σιωπηλής συμφωνίας τους άφησαν να παραδοθώσι διά της ολιγωρίας και δι' αναγκαστικής απραξίας.
Κοιτάχτηκαν, κι εκείνος κατάλαβε ότι κάτι είχαν να πουν εκείνοι οι δυο, να ξαναπιάσουν μια κουβέντα που άφησαν στη μέση. «Έφις, άκουσε, θα μας εξιστορήσεις τουλάχιστον τις περιπέτειές σου, αφού δεν μας έγραψες ποτέ. Πόσα πράγματα θα έχεις να μας πεις τώρα! Αχ, Έφις, Έφις, ποιος θα το πίστευε ποτέ ότι όταν θα γερνούσες θα γύριζες τον κόσμο!» «Κάλιο αργά παρά ποτέ, ντόνα Έστερ μου!
Όλοι βουβάθηκαν άφησαν τα τραγούδια, άφησαν τα ποτήρια από τα χέρια τους, ακούμπησαν τους αγκώνες τους απάνω στο τραπέζι, γύρισαν όλοι κατ' αυτόν και τον κοίταζαν περιμένοντας. Πήρε ανόρεχτα το μπουζούκι και σιγά, σα να βαρύνουνταν άρχισε να το κουρδίζη. Ένα μπουζούκι μεγάλο, που έβαζε, με μακρύ κοντάρι μπροστά, μ' ένα μακροστρόγγυλο κεφάλι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν