Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


ΠΟΣ. Την γνωρίζω και δεν είνε άσχημη, Αλφειέ, η Αρέθουσα, αλλά διαυγής και καθαρά αναβλύζει και το νερόν της τρέχει επάνω εις πετραδάκια τα οποία του δίδουν λάμψιν αργυροειδή. ΑΛΦ. Αληθώς την γνωρίζεις την πηγήν, Ποσειδών• προς εκείνην λοιπόν πηγαίνω. ΠΟΣ. Πήγαινε και σου εύχομαι ευτυχίαν εις τον έρωτα.

Η ιδέα να κάνουν από ζωγραφιές πεζά ποιήματα είναι έξοχη. Πολύ μέρος της καλύτερης νέας φιλολογίας προέρχεται από την ίδια πηγή. Σε μια πολύ άσχημη κ' αισθαντική εποχή οι Τέχνες δανείζονται όχι απ' τη ζωή, αλλά η μια από την άλλη. Οι συμπάθειές του ήταν το ίδια αξιοθαύμαστα ποικίλες.

Ακούς, αδερφέ, να πάρη δυο γυναίκες! μια άσχημη και μια ώμορφη, μια πλούσια και μια φτωχή. . . τόρα, σου λέει, είνε πάντα μέσα. . . — Πάντα έξω πες. . . διέκοψεν ο Αύγουστος, υψηλός κ' εύσωμος με βαθυκύανον, ως η ώριμος σταφίς, όψιν εγώ φοβάμαι μη την πάθη, 'σαν το άλογο που δεν ήξερε από ποιο γρασίδι να φάη κ' έσκασε νηστικό.

Δεν επέρασαν τρεις ημέρες κ' έπεσε στο κρεβάτι χτυπημένη από κρυφή και άσχημη αρρώστια. Τρέχουν αμέσως οι διαλαλητάδες ολούθε, σε Μωριά και Ρούμελη, στα Δωδεκάνησα και τα Φραγγονήσα, στην Πόλη και τη Βενετία διαλαλούν και λένε: — Όποιος γιατρός βρεθή και γιατρέψη τη Μπεοπούλα του Φαρακλού να τον ντύση στο μάλαμα ο Μπέης ο αφέντης της και στ' ασημάρματα ο Μωσά Μπαρδούνιας ο άντρας της!...

Η μάνα μου δε μούλεγε τίποτε· αλλ' η αδερφή μου, που δεν είχε πάψει, φαίνεται, να τη συμπαθά λίγο, μούπε πως η κατάστασή της ήτο πολύ άσχημη. Ο πυρετός κιο βήχας δεν την άφηναν νύκτα και μέρα και στην εκκλησία, που πήγαινε σπάνια, της ερχόντανε λιγομάρες κέφευγε στη μέση της λειτουργίας ή του σπερνού. Τώρα έβγαινε πολύ λιγοστά από το σπίτι.

Είπαν, αλλά δεν έπειθαν την ανδρική ψυχή μου, 500 αλλά πάλι του ωμίλησα με σπλάχνα μανιωμένα• «Κύκλωπ', αν κάποιος των θνητών ανθρώπων σ' ερωτήση η άσχημη πώς έγεινεν η τύφλα του οφθαλμού σου, ειπέ τους ότι ο πορθητής σ' ετύφλωσ' Οδυσσέας Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης». 505

Μπα, δεν έχεις δίκηο η ωμορφιά φαίνεται δέκα μίλια μακρυά είπεν ο Μάιος, ξανθός και μελαχρινός νεανίας, ειδήμων πολύ περί τα τοιαύτα. — Α! 'βρήκες και Μάρτη να κυττάξη ωμορφιά! επανέλαβεν ο Νοέμβριος· μωρέ ξέρεις τι Γαλαξειδιώτης είνε; κερί ανάβειτον παρά. . . δε λέω όχι· κάποτε-κάποτε γυρίζει καιτην ώμορφη, αλλά πάντα την πλούσια κυττάζει κι' ας είνε άσχημη.

Δεν θέλει να νυμφευθη ή ν' αρραβωνισθή η νεωτέρα προ της μεγαλειτέρας. — Κακή δουλειά, φίλε μου! Φοβούμαι ότι θα έχης να περιμένης πολύ. Δύσκολα θα τον εύρη η μεγάλη. Αλλ' όμως όλα γίνονται, ώστε μη απελπίζεσαι. Ο Διάκος εσιώπησε πλήρης προφανούς μελαγχολίας. — Και όμως, επανέλαβε μετ' ολίγον, είναι θησαυρός η νέα, και ας είναι άσχημη! Δεν υπάρχει επί γης ψυχή αγαθωτέρα!

Από νοικοκύρης νεκροθάπτης. Άσχημη αλλαξιά! Ο πρώτος που μου έλαχε να κατεβάσω εις το λάκκο, ήτανε εκείνος εκεί κάτω ο Κασματζής πον εκκύταξες τη φωτογραφία του, μοναχογυιός είκοσι χρονών. Η μάννα του έκλαιε σαν αλαφίνα, Εφούσκωσαν και τα δικά μου μάτια και με περιγελούσαν οι φανοφόροι και οι παπάδες.

Εκεί δα, νά σου κι ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η γειτόνισσα η Χαρζανοπουλίνα, η χήρα του δικαστικού κλητήρα, με τη μια της κόρη την πιο μεγάλη, πούτον η αλαφροήσκιωτη-αν νεγκλιζέ. Η γριά τουλάχιστο πάντα ήτονε γριά κι άσχημη σα μάγισσα, μα της «νέας» τα χάλια καθώς ήταν άφτειαχτη και στη φυσική της κατάσταση δε μολογιούνται.

Λέξη Της Ημέρας

ανάπλεως

Άλλοι Ψάχνουν