Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Γλήγορα, την ξαναλαχτάρησε τη μοναξιά και ξανατραβήχτηκε. Και φαίνεται πως αυτήν την αλλαγή την έκαμε και την ξανάκαμε κάμποσες φορές. Δεν μπορούσε να ριζώση σ' ένα σύστημα ο Γρηγόριος. Μόλις η ζωηρή του φαντασία τον έπερνε από τη μοναξιά στον κόσμο, κι άξαφνα η ανήσυχη του ψυχή τον ξανάδιωχνε από την κοινωνία στη μοναξιά. Τονέ βρίσκουμε τέλος Επίσκοπο σε μικρό χωριουδάκι, Σάσιμα τόνομά του.
Μπροστά στα μάτια της είδε άξαφνα η κοπέλλα το νέο τον κυνηγό, που πάντα τον εκαρτερούσε και πάντα τον απόδιωχνε. Μια ντροπή χύθηκε κ' έβαψε με κοκκινάδι το πρόσωπό της. Γιατί οι κοπέλλες έχουνε κρυφό και μυστικό τον ύπνο τους και τον φυλάνε απ' τα μάτια των παλικαριών. Ο κυνηγός την καλημέρισε με πνιγμένη φωνή. — Τι θέλεις από μένα, κυνηγέ, με το τουφέκι; του είπε δειλά.
Ο Δημητράκης έμενε ακίνητος στη θέση του, χλωμός σα θειαφοκέρι και κύτταζε τον αδερφό του με θλίψη. Τον κύτταζαν κ' οι άλλοι κ' έσφιγγαν τα χείλη τους να μη σκάσουν τα γέλοια. Μα εκείνος σα να ήταν ολομόναχος εξακολουθούσε να γροθοκοπάη τον αέρα και να μπομπαρδίζη τον οχτρό του. — Μπαμ! μπουμ!.. φσ. ... φσ.... μπαμ! μπουμ! .. μπιμ! ... Άξαφνα όμως βρόντησαν τα γέλοια.
Το λυχναράκι έτρεμε τόσο τρεμουλιαστά, που μόδοσε πολύ παράξενη εντύπωση. Γύρω μου ροχάλιζαν όλοι και κάτω στο βάθος το παράθυρο 'μισανοιγμένο, άφινε να μπαίνη μέσα το ανεμόβροχο και να φωτίζεται απ' τις αστραπές ένα ξερόδεντρο του κήπου, κ' ένα κομμάτι ουρανού συγνεφιασμένου, ντιπ πίσσα. Δε κουνήθηκα, μονάχα μισόκλειστα τα μάτια μου για να ξανακοιμηθώ. Άξαφνα εκεί δίπλα μου ένιωσα αναδέμματα.
Τα γεροντάκια απόξω από τον καφενέ, άλλοι στις πεζούλες, άλλοι με τα σκαμνιά τους κύτταζαν το πέλαγο. Ο Καπετάν-Πεφάνης από μέσα από τον καφενέ, ανεβασμένος σ' ένα σκαμνί άπλωνε τα μπλάστρια να στεγνώσουν απάνω στους σπάγγους που είχε περασμένους από τον ένα τοίχο στον άλλο. Άξαφνα δυο παιδιά πέρασαν τρεχάλα σαν αστραπή ποιο να πρωτοφτάση κάτω στους καφενέδες. — Το βαπόρι, το βαπόρι.
Άξαφνα όμως υποψιάζεται πάλε τον Ίλλο ο Αυτοκράτορας, θυμώνει ο Ίλλος, και γίνετ' ένα με το Λεόντιο. Για να τον παιδέψη τότες ο Ζήνωνας, πουλεί τα υπάρχοντά του και τα μοιράζει στους αγαπημένους του Ισαύρους. Πηγαίνουν ύστερα κι ο Ίλλος και ο Λεόντιος και φιλιώνουνται με τη φυλακισμένη τη Βερίνα. Βγαίνει η Βερίνα από τη φυλακή, και στεφανώνει Αυτοκράτορα το Λεόντιο!
Μα και με την αδερφή του τη Βερίνα, καθώς και με τον Ίλλο τα χάλασε. Εκεί λοιπόν που πολεμούσε ο Ίλλος το Ζήνωνα στην Ισαυρία, άξαφνα ξαναφιλιώνεται μαζί του και ξαπολεί το Βασιλίσκο. Στέλλει τότες ο Βασιλίσκος ένα του ανιψιό, τον Αρμάτιο — άλλο ζωντόβολο, καθώς θα δούμε σε λίγο — να χτυπήση και το Ζήνωνα και τον Ίλλο που ανέβαιναν τώρα κατά τη Πόλη.
Είχε ιδεί παλάτια θεμελιωμένα μέσα στα νερά, κι' άλλα παλάτια που έμπαινες μέσα και δεν ήτανε ψυχή κι' άξαφνα στρωνότανε μπροστά σου ένα τραπέζι με όλα τα καλά του κόσμου κ' έτρωγες κ' έπινες και ύστερα πάλι το τραπέζι χανότανε από μπροστά σου.
Ύστερ' από δέκα έντεκα χρόνια κυβέρνηση όχι ανόμοια με τη γνωστικιά πολιτική του Μαρκιανού, τον έβαλε άξαφνα στα αίματα ο Δυτικός Αυτοκράτορας ο Ανθέμιος, και τον έπεισε να καταπιαστή την περίφημη εκείνη την αφρικανική εκστρατεία, που χίλιες φορές καλλίτερα νάλειπε . Την είχαν αρπαγμένη την Αφρική από το Ρωμαϊκό Κράτος οι Βαντάλοι, κατεβασμένοι από την Ισπανία στα 429, και ξεχυμίζοντας αποκείθε κάθε λίγο ρήμαζαν τα μέρη της Ιταλίας.
Όχι να ζήσω μα και τρομάρα είχα μήπως χάσω άξαφνα τη ζωή και τ' αφήσω έρημα στο έλεος και την καταφρόνια του κόσμου. Έκανα τη νύχτα ημέρα. Όσο στέκει τ' αλόγου η ουρά κ' εγώ εστάθηκα. Σε πολλά η τύχη μου ήρθε κόντρα· κόντρα της εβγήκα κ' εγώ με τα όλα μου. Δεν είχα σκοπό να πισωπατήσω μηδέ τρίχα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν