Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
— Καλά, να με συμπαθάς, Μανιά, είπεν εν συναισθήσει ο Αγάλλος. Είτα μετά μίαν στιγμήν, ευθύμως την ηρώτησε: — Είσαι γειτόνισσα εδώ κοντά; — Είμαι, παιδάκι μ'. Το σπιτάκι εκείνο, που βλέπεις δίπλα, είνε το δικό μου. Παραθύρι με παραθύρι σμίζουμε. Άνδρας μπορεί να πηδήση το χάσμα ανάμεσα στα δυο παράθυρα. Βεβαίως τυχαίως τα έλεγεν αυτά η Μανιά.
Παιδιά ήσαν συμμαθηταί εις το σχολείον του Αλεξάνδρου του Δασκαλάκη, όπου εμάνθανον ομού τα κολλυβογράμματα, εκείνος δε ήτο ως δυο χρόνια πρεσβύτερος αυτού. Τώρα είχε τόσα χρόνια να τον ιδή, όσα είπεν η Μανιά, και σχεδόν τον είχε ξεχάσει. — Και την έχει αρραβωνιασμένην; Επανέλαβε κάπως ένθερμος ο Αγάλλος. — Εδώ και δέκα χρόνια. — Και βρίσκεται στο Μισήρι; — Σου είπα, στο Μισήρι.
Έτεινε την χείρα προς τον ιερέα. Είτα επήρε το τσιμπούκι του, και απήλθεν ορμητικός. Άκουσε τι σου λέει ο αφέντης σου, έλεγεν η γρηά Αρετή, η Δημητράκαινα, προς τον υιόν της, τον πρωτότοκον Αγάλλον. — Έδωκα τον λόγο μου στον παπά-Ζαχαρία, επανέλαβε πολλάκις ο κυρ Δημητράκης. — Κ' εγώ είχα ρίξει το μάτι μου στην κόρη της Γκλεξίτσας, στη Σκόπελο, επέμενεν άκαμπτος ο Αγάλλος.
Ο Αγάλλος ήτο 22 ετών, υψηλός και εύμορφος, γαλανός, όπως ο πατήρ του. Είχεν αρχίσει από τριών ετών να κάμνη ταξείδια επάνω στον Ποταμόν, εις την Βλαχίαν, κ' εκείθεν είχεν επανακάμψει προ ολίγων μηνών, φέρων ολίγας εκατοντάδας φλωρίων, ως πρωτόλεια, εις τους γονείς του. Είχε κρατήσει πέντ' έξ διά να ευθυμήση με τους φίλους του.
— Λοιπόν ακούσατε, πατέρες και αδελφοί, επήρε δρόμον να είπη ο κυρ Δημητράκης, ο γυιός μου ο Αγάλλος παγαινάμενος εις την Βλαχία, δεν ηθέλησε να πάρη 'κείνην που του έλεγα, θυμάσθε· εγώ πάλι ως καλός γονιός της έδωκα τον γυιό μου τον Λογιώτατο.
Την πρωίαν άμα τη ανατολή του ηλίου ηκούσθη εις όλον το χωρίον, ότι ο Αγάλλος είχε «χαλάσει τον φράχτην», όπως έλεγεν ο Φραγκούλης. Ο φράχτης ήτο το παράθυρον, το οποίον διεσκέλισε και υπερεπήδησεν. Όλον το Κάστρον εβόησε κατά του τολμητίου. Ο νέος το είχε πράξει με «καλήν προαίρεσιν», καθώς τον εδικαιολόγει εις την συνέλευσιν του Κιοσκίου, αυθημερόν, ο πατήρ του.
— Αγκαλά, κυρ Δημητράκη, κι' ο γυιος σου, καθώς έμαθα, ο Αγάλλος ήταν από διαβάτ' κι' αυτός, είπεν ο Καπετάν Πέρρος, ήταν μαζί με το τσούρμο. — Ποιο τσούρμο, καπετάν Πέρρο· στο καράβι είν' ο νους σ'; — Μαζί μ' αυτούς που έκαναν την πατινάδα, ηρμήνευσεν ο παπά- Ζαχαρίας. Κ' εγώ τ' άκουσα, κυρ Δημητράκη. — Τι λες, παπά; — Το ναι, ναι, και τo ου, ου, επέμεινεν ο παπάς.
Και τι μαντάτα έχει απ' τον Δράκον, που τον απαντέχει χρόνους και καιρούς. — Τι μαντάτα; ηρώτησεν ο Αγάλλος, παρανοήσας την φράσιν της γραίας. — Τι διάφορο έχει, μαθές. Φωτιά π' τον ε!.. Πέτρα έρριξε πίσω, αγυρισιά του γείνηκε, τόσα χρόνια, μήτε γράμμα, μήτ' απηλογιά. Την νύκτα, όταν επέστρεψαν εις το Κάστρο οι ευφημούντες φίλοι, πατινάδα ηκούσθη πάλιν περί την συνοικίαν της Αναγκιάς.
Η Αφέντρα ιδούσα την μητέρα της ελθούσαν αντί του συζύγου, υπέθεσεν ότι ο τελευταίος θα είχε μείνει εις την πολίχνην να διανυκτερεύση, όπως ενίοτε έκαμνε, και δεν επαραξενεύθη πολύ. Αλλ' άμα ανέβησαν εις τον θάλαμον, η γρηα-Συνοδιά ιδούσα ότι έλειπεν ο Αγάλλος ηρώτησε· — Πού είνε ο άντρας σου; Η Αφέντρα την εκύτταξεν εν απορία. — Δεν τον άφηκες στο χωριό;
Πριν ανοίξη ακόμη την θύραν η Αφέντρα ηκούσθη έξωθεν γυναικεία φωνή απορηματική· — Τι κλειστήκατε, θα-πω, μέσα; ακόμη δεν ενύκτωσε. Δεν ήτο ο Αγάλλος. Η Αφέντρα εγνώρισε την φωνήν. Ήτο η μήτηρ της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν