Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


— Ε, βρε παιδιά, τι να γένη! είπεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος, έχων τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα των Χριστουγέννων, όπως-όπως, οπού και αν ευρίσκετο. Συντροφιά με την θάλασσαν, βρε παιδιά, θα τα πούμε τα Χριστούγεννα. Επάνω στο κύμα· σιμάτον αφρόν.

Η Νοέμι έραβε∙ σήκωσε κι εκείνη το πρόσωπο, τα μάτια της έλαμπαν, αλλά αμέσως τα χαμήλωσε και δεν είπε λέξη. «Έστερ, εγώ λέω ένα μήνα πριν από τα Χριστούγεννα.» «Ωραία, ένα μήνα πριν από τα Χριστούγεννα.» «Νομίζεις ότι θα είναι όλα έτοιμα στα μισά του μήνα‘Όλα θα είναι έτοιμα, Πρέντου» «Εντάξει τότεΣιωπή: η Νοέμι έραβε, η ντόνα Έστερ την κοίταζε επάνω από τον ώμο.

Ήλθεν ένας χειμώνας, ήλθεν ένα καλοκαίρι, ήλθεν άλλος χειμώνας, ήλθεν άλλο καλοκαίρι, ο Στεφανάκης τους έστελνεν από τα Χριστούγεννα εις την Λαμπρή, και από την Λαμπρήτα Χριστούγεννα, την ημέραν δ' ακριβώς την ορισθείσαν υπό του ιδίου διά τον γάμον, έκαμνε τον θυμωμένον, εκάκιονε με το παραμικρόν, ελάμβανε την κασσελίτσα του και την τσεργίτσα του και επήγαινε και εκοιμάτο εις το καφενείον.

Όχι, διέκοψε, χουχουλίζων μικρόν διά της από του στόματος θερμότητος τας μελανιασμένας χείρας του, έλεγα να το κρύψω, αλλά θα το 'πω. Τι δα! Χριστούγεννα ξημερώνουν. Και είνε αμαρτία να λέη κανένας ψέμματα τέτοια χρονιάρα μέρα. Νά! Βλέπετε αυτό τα τάλλαρο; Και εγκαταλιπών πλέοντα εν τη χύτρα τα εντόσθια, έχωσε την χείρα του εις την βαρείαν κάπαν και εξήγαγε δολλάριον αμερικανικόν απαστράπτον.

Αυτά τα Χριστούγεννα κανένας δεσπότης δεν θα μας τα καταργήση! Και ήρχισε με τα χονδρά, καθαρά, δάκτυλά του, να κόπτη το χοιρίδιον, ώσπερ δαιτρός ομηρικός, «κρειών πίνακας παρτιθείς». — Τις δαις; είπε και ο φίλος μου, μαντεύσας τας σκέψεις μου και την παρομοίωσίν μου την Ομηρικήν. «Τις δαις; τις δ' όμιλος οδ' έπλετο. Ειλαπίνη ηέ γάμος; Επεί ουκ έρανος τάδε γ' εστίν».

Χωρίς σπίτι, χωρίς γυναίκα, χωρίς παιδιά. Αφορισμένος, ακοινώνητος, αμίλητος. Πού ν' αξιωθή αυτός ν' απολαύση τέτοιαν μακαριότητα. Νάρθουντο αρχοντικό του την νύκτα τα παιδάκια της γειτονιάς, με τα φαναράκιατα χέρια, με τα χαρτάκια, να του τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα.

Κ' ενώ ο Φαφάνας διηγείτο πώς ευρέθη εκεί εις τον έρημον λιμένα, ο καμαρώτος όστις ωδήγησεν αυτόν κάτω, ανερχόμενος πάλιν εις την εργασίαν του, εις το μαγειρείον, αφού παρέλαβε και τα κομισθέντα δώρα παρά του καπετάν-Φαφάνα, είπεν εις το αυτί του γέρω-Μπούμπα, σαν να ήθελε να του ανακοίνωση μυστικόν: — Καλά Χριστούγεννατης Τρεις Μπούκαις, παππού! Δεν σου τώπα; — Τον κακό σου, Ζούμπουρα!

Πετιέσαι τότες όξω στην κρεββάτα σου ή στο παραθύρι κι' ακούς να τρικυμίζουν τον αγέρα και τα σκοτάδια οι γλυκύτατοι και μαγικοί ήχοι του σημανταριού, ποιοι μακρυνοί και ποιοι κοντινοί. Και βλέπεις τότε ν' ανοίγουν πόρτες και να γιομόζουν οι δρόμοι από κόσμον οπού πηγαίνουν ν' ακούσουν στην εκκλησιά τα Χριστούγεννα.

Και καθώς τονέ μιμήθηκες στην πράξη του, να πας τώρα να τονέ μιμηθής και στη θεογνωσία». Έμεινε τότες ο Θεοδόσιος άλλους οχτώ μήνες αφορισμένος και τιμωρημένος από τους εκκλησιαστικούς κανονισμούς, ώσπου Χριστούγεννα ανήμερα ξαναπήγε στην εκκλησιά και ξομολογήθηκε μεγαλόφωνα ομπρός στον κόσμο, πέφτοντας πίστομα χάμω, και φωνάζοντας καθώς ο Δαβίδ, «Εκολλήθη τω εδάφει η ψυχή μου, ζήσον με κατά τον λόγον σου».

Πόσαις φοραίς εκεί ο Αλεξανδρής κουτσοπίνων υπέψαλε τα ωραιότερα τροπάρια εν μέσω εκλεκτής παρέας λογίων και συγγραφέων οπού τον εκαμάρωναν έκθαμβοι. Ενώ παρέκει ο μάστρο Θάνος ο σουβατζής εξετέλει ένα δυσκολώτατον στοίχημά του ενώπιον της παρέας του, καταιβάζων τον ρητινίτην εις τον λάρυγγα χωρίς να βρέξη το στόμα του. — Τι κρύα Χριστούγεννα! — Ημπορούσαν να γίνουν και καλλίτερα!

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν