Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Τα Χριστούγεννα την νύκτα, αν και κακιωμένος ο Στεφανάκης, επήρε τα βιολιά τα μεσάνυκτα και απέρασεν από τον φούρνον, τραγουδών ερωτικώτατα και περιπαθέστατα διστιχα, γεμάτα μελαγχολίαν και αγάπην. — Σ' αγαπάει, καϋμένη!
Είτα έψαξε τον Νάσον, εύρεν άλλα τόσα και εις αυτού το θυλάκιον, ακολούθως απέπεμψε τα δύο παιδία. — Πηγαίνετε τώρα και μη φοβάσθε, άλλη φορά να μη μαλλώνετε. Ο Γιάννης ο Παλούκας δεν είχε πώς να μεθύση και πώς να εορτάση τα Χριστούγεννα, εκείνην την χρονιά.
Λίγο καιρό μετά η Λία ξαναέγραψε αναγγέλλοντας τη γέννηση του Τζατσίντο. Εκείνες έστειλαν ένα δωράκι στον μικρό τους ανιψιό, αλλά δεν έγραψαν στη μητέρα. Και τα χρόνια πέρασαν. Ο Τζατσίντο μεγάλωνε και κάθε χρόνο το Πάσχα και τα Χριστούγεννα έγραφε στις θείες του και οι θείες του έστελναν ένα δώρο.
Νικολάου έψαλα «Την ζωοδόχον πηγήν την αένναον», και «Της Εκκλησίας τα άνθη περιιπτάμενος». Και τα Χριστούγεννα έψαλα το «Θεός ων ειρήνης». Και του Αγ.
Δύο τρεις άμαξαι μεθυόντων διέσχιζον την μεγάλην οδόν εν καλπασμώ ίππων και φωναίς αγρίαις, ενώ παρά το Μοναστηράκι ο κόσμος εκόλλησεν εις τον πολύν σχηματισθέντα βόρβορον. — Πολύ κρύα Χριστούγεννα! επανέλαβεν ο φίλος μου εκείνος ο άλλος . — Ημπορούσαν να γίνουν και καλλίτερα! Είπον πάλιν κ' εγώ εκείνος ο άλλος. Εισήλθομεν εις του Ψυρή.
Το Μεσολόγγι κράζει: — Έλα να πάρης τα κλειδιά, πασά! — Ο 'Μέρ φρυμάζει, Και καρτερεί 'σάν όχεντρα πότε να βρη καιρό Για να χουμήση άξαφνα. Ξεγέλασμα πικρό!. . Το Μεσολόγγι. Ομέρ-πασά, δεν το φυλάν' οι τοίχοι, Τ' ανδρεία στήθηα το φυλάν και η καλή του τύχη. 'Ξημέρωναν Χριστούγεννα.
Είχε μια μητέρα χήρα, μια καταραμένη γυναίκα, η οποία επειδή έχασεν όλα τα παιδιά της και τον άνδρα της, 'ς το τέλος, σαν ήρχοντο τα Χριστούγεννα, εκλείδωνε το σπίτι, τον εφορτώνετο 'ς τον ώμον αυτόν, το τελευταίον παιδί της, και έτρεχε 'ς τα τέσσερα, 'ς τον Γέροντα, πίσω, 'ς τον Πρόδρομον εις τον μικρόν Ασέληνον, οπού έκαμνε Χριστούγεννα, κλαίουσα την ψυχήν της με τας καλογραίας.
— Θα φάμε, θα φάμε πρωτογαλιά αύριον τα Χριστούγεννα, ανέμελπε σχεδόν ο παις από την χαράν του και εξαγαγών μικρόν ποιμενικόν αυλόν από την ζώνην του εξήπλωσε τα τσαρουχάκια του προς την ανθρακιάν, και ήρχισε να παίζη, θωπεύων ενίοτε και τα νεογέννητα αιγίδια. — Αυτό θα γείνη κοκκίνης επανελάμβανε· αυτό το άλλο θα γείνη ψαρί. Έμοιασε της μάννας του. Κ' ακόμη έλεγε.
— Θα είνε τελώνιο, που εκάθισε στα πινά της σκούνας, έλεγεν ο είς. — Θα είνε θαλασσινό όρνιο, που γητεύει τα πουλιά, έλεγεν άλλος. — Είνε θαλασσαετός!.... είνε σακκάς, πελεκάνος!.... — Είνε γλάρος!... — Μωρέ είνε μπούφος! είπεν είς γηραιός θαλασσινός. — Μα γιατί έχει σαν ανθρωπινό μούτρο; Τας ημέρας εκείνας ο καπετάν Στέφος ο Γιαρής επεριμένετο να φθάση, διά να κάμη Χριστούγεννα εις το χωρίον.
Και ήρχισεν αμέσως ο παις γλυκύτατα, ίνα μείζονα ευχαρίστησιν εμποιήση, τραγουδών: Χριστούγεννα! Πρωτούγεννα! Πρώτη γιορτή τον χρόνου! . . . Ο καπετάν-Νικολάκης ήκουε μετ' αρρήτου ηδυπαθείας, ροφών ούτως ειπείν τους ηδείς εκείνους φθόγγους της ποιμενικής λύρας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν