Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Με την χιονιά, με την τρικυμία με τους ύμνους των αρμένων μας, με της θάλασσας τα λιβάνια, με της λαμπάδαις του μαΐστρου, που φέγγουν ψηλά, από τα ουράνια, και φωτίζουν σε μια στιγμή όλην την πλάσιν, στεριαίς και πέλαγα. Και αγαλλόμενος όλος, με λάμψιν εις τα μάτια του χαράς, εκραύγαζε, στρίβων τον λευκόν του μύστακα: — Χριστός γεννάται, βρε παιδιά! Συντροφιά με την θάλασσαν!
Κι' όταν απέ έφτασε η στιγμή στο πλήθος να λαλήσουν, τότε ο Μενέλας γλήγορα και λίγα μίλαε λόγια, μα λίγα και καλά, επειδής πολύλογος δεν είταν και φωνακλάς μωρόγλωσσος ... ή σαν πιο νιος στα χρόνια. 215 Μα ολόρθος σαν τινάζουνταν ο γνωστικός Δυσσέας, έστεκε, χάμου βλέποντας, με μάτια στυλωμένα στη γης, και το ραβδί μπροστά για πίσω δεν κουνούσε, παρά το βάσταε ασάλεφτο σαν άπραχτος κανένας· λες είταν άθρωπος ζαβός, ξεκουτιασμένος έτσι. 220 Μα τη μεγάλη όμως φωνή σαν έχυνε απ' τα στήθια κι' οι λόγοι τούβγαιναν πυκνοί σα χιόνια το χειμώνα, θνητό δεν είχε πουθενά να φτάνει το Δυσσέα.
Κλαίν' τα βουνά με τη χιονιά, κ' οι κάμποι το χειμώνα, Κλαίγει κι ο Πάλλας κλαίγεται, παρηγοριά δεν έχει.
Έπειτα ήλθεν ο χειμών, συγχρόνως ήρχισαν τα κεσσάτια. Έκαμε χιόνια πολλά εκείνην την χρονιάν, βαρυχειμωνιά· τα χιόνια δεν επρόφθασαν να λυώσουν, και άλλα χιόνια τα εσκέπαζαν. Έπειτα επήλθε δυστυχία, στέρησις· ύστερον αρρώστησεν ο Στέλιος, το χαϊδεμένον παιδί της Ζουγράφως. Η πολυβασανισμένη γυνή εμάζευε ξύλα απ' εδώ, κλαδιά απ' εκεί· εζήτει από της γειτόνισσες διάφορα βοηθήματα.
Θέλω η βρυσούλα, η ρεμματιά, παλιές γλυκιές μου αγάπες, Να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους, Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους Να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ζυπνούν το τάχυ, Και θέλω νάχω στρώμα μου νάχω και σκέπασμά μου Το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμώ τα χιόνια.
Όσο να ξεχιονίσουμε την πόρτα που παιδευόμαστε δύο ώραις με της τσάπες και με τα φτυάρια, η σκεπή που ήταν καταφορτωμένη απ' τα χιόνια έπεφτε κρακ, και μας πλάκωνε. Τα δύο παιδία τα οποία είχαν χάσει την ευθυμίαν των, και ήσαν έτοιμα να κλαύσωσιν, ύψωσαν ακουσίως τους οφθαλμούς προς την οροφήν, την οποίαν είχε δείξει διηγουμένη και άμα χειρονομούσα η γραία.
Ας ιδούμε λίγο ακόμα την ψυχή μας ιστορημένη απάνω στα χιόνια των βουνών από σας — χρώματα! Είστε σεις η ιστορία των κρυφών μας και των ανείπωτων καϋμών. Σε σας διαβάζομε το εσωτερικό μας παραμύθι — εσείς μας δίνετε τη γιγάντια ζωγραφιά της ψυχής μας — στο άπειρο, τελευταία χρώματα του ήλιου!... Τελευταία σύννεφα που ανάψατε!
Ο μικρός δεκαετής του παπά ευτυχώς δεν τους είχε μυρισθή, επειδή έπαιζεν εκείνην την στιγμήν της χιονιές μαζύ με άλλα παιδιά. Άλλως θα έτρεχε κατόπιν τους, και θα ήθελε να τους συνοδεύση εις την εκδρομήν, με όλον το ψύχος και τα χιόνια.
— Αλήθεια πώς τον πλακώσανε τα χιόνια τον Μπάρμπα-Σταύρο; Ηρώτησεν η φουρνάρισσα αποθέτουσα το ταψίον μετά του χοιριδίου επί τινος τραπέζης εκεί, από την ευωδίαν του οποίου ηνωχλήθησαν πρώτοι-πρώτοι οι δύο γηραιοί και παχείς γάτοι, οίτινες περιέσαινον επαιτικώς περί τους πόδας της τραπέζης εν αρμονική δυωδία. Προς το άκουσμα τούτο η Κρατήρα ανεκραύγασεν ως να την εδάγκασεν όφις.
Το πρωί που εγύριζα στο μπρίκι από ένα Γαλαξειδιώτικο, κάνω έτσι και βλέπω τον «Αϊνικόλα» του καπετάν Τραγούδα. Μπρε, σαν τα χιόνια! Καιρούς και χρόνια είχα ν' ανταμώσω με τον φίλο μου. Δεκαπέντε κλειστά, όταν εμίσεψε από το νησί μας κ' επήγε να σμίξη με μια πιπεροχήρα στην Ατάλεια. Έλεγαν πως το ηύρε καλά με τη χήρα· παρά με ουρά. Έχτισε το μπαρκομπέστια κ' εφόρτωνε για λογαριασμό του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν