United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο Αίας όλο φώναζε στα παλικάρια γύρω 501 «Παιδιά, ντροπής μας! Έφτασε στιγμή κι' ή θα χαθούμε, ή θα σωθούμε αν σώσουμε απ' το χαμό τα πλοία. Μη δα θαρρείτε, τώρα εδώ αν πάρουν τα καράβια, πως περπατώντας το γιαλό ως στ' Άργος θα διαβείτε; 505 Για δεν ακούτε στους οχτρούς τον Έχτορα που σ' όλους κράζει να τρέξουν και λυσσάει να κάψει την αρμάδα; Σε πόλεμο, όχι σε χορό, το ξέρτε, τους φωνάζει.

Κι' απ' το Βουπράσι οι Αχαιοί κατά την Πύλο τότες 760 λαλούσαν πίσω τ' άλογα, δοξολογώντας όλοι το γιο του Κρόνου απ' τους θεούς, το Νέστορα απ' τους άντρες. Έτσι είμουν, νιος κι' αν είμουνα! Μα απ' τ' Αχιλιά τη νιότη ψυχή στον κόσμο δε θα δει σταλιά καλό. Μα ας είναι! μετανιωμένος και πικρά θα κλάψει σα χαθούμε.

Κι' είναι δίχως καταφύγι Της φυλής μας το κυνήγι. Τοσοπού παντού διογμένοι 865 Λογιαστά πολεμημένοι, Η καρδιά μας πάντα δαίρει Και κρυμμένοι μες τη φτέρι, Διο αντάμα δεν κοτούμε Πουθενά να ευρεθούμε. 870 Κάθε χτύπος μας τρομάζει· Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει· Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε Οχ το φόβο δε σφαλνούμε. Έναν θάνατο χρωστούμε· 875 Μια φορά καν ας χαθούμε.

Έτσι θα κάνουμε τρεις μέρες ως το χωριό, λέει ο Γκιτρίμης. — Κ' εκεί πού να χαθούμε τέτοιαν ώρα 'ςτά Χαλάσματα ολότελα; Τον ρωτάει ο Μπαρμπούτας. Όλ' εύραμε καλύτερα τα λόγια του Μπαρμπούτα κ' έτσι μείναμ' εδώ, 'ςτά Χαλάσματα. Ξεφόρτωσαν οι αγωγιάτες κι άπλωσαν 'ςτά θεόρατα κοτρώνια, περίγυρα της χορταριασμένης πλαγιάς, τα τσόλια των μουλαριών τους με τα δικά μας τα διπλάρια και τες καπότες.

Ο Γάκης ο Γκιτρίμης έλεγε να περάσουμε αποβραδύς και τα Χαλάσματα, για να μη βρούμε το δρόμο χαλασμένο την αυγή. Μα νύχτα πάλι πώς να περάσουμε τα Χαλάσματα, που κινδυνεύαμε χωρίς άλλο να χαθούμε; Ύστερα ο Γιάννης ο Ρόκας από το χωριό κι ο Δήμος ο Αλοίμονος από το Παλιοχώρι, πούχαν πάρει τη χρονιά εκείνη το δρόμο, θάβγαιναν την άλλη μέρα με τους αργάτες και με τα σύνεργά τους και θα τον έφτιαναν.

Στο δρόμο τους που περπατάν, 655 Ένας τον άλλον ερωτάν· Αν λάχη και χαθούμε, Πώς να ανταμοθούμε; Με χάσεταν, λέει η Φωτιά, Ρίξτε τριγύρω μια ματιά, 660 Κι' οπού καπνό να ιδήτε, Ελάτε να με βρήτε. Κι' εγώ αποκρίθη το Νερό Έχω τον τόπο φανερό· Οπού χλωρό λιβάδι, 665 Δικό μου είναι σημάδι. Γυρίζουν λεν και της τιμής· Σου φανερόσαμαν εμείς Του καθενού μας τόπο, Πες μας κι' εσύ τον τρόπο. 670

Φτωχός μετριέται, Ταλαιπωριέται, Καταφρονιέται, Ο οκνηρός. Συμφώνησαν παλιόν καιρό Τιμή, Φωτιά, και το Νερό Μαζί να συντροφέψουν, Και τύχη να γυρέψουν· Στο δρόμο τους που περπατάν, Ένας τον άλλον ερωτάν· Αν λάχη και χαθούμε, Πως να ανταμοθούμε; Με χάσεταν, λέει η Φωτιά, Ρίξτε τριγύρω μια ματιά, Κι' οπού καπνό να ιδήτε, Ελάτε να με βρήτε.

Τοσο που παντού διωγμένοι Λογιαστά πολεμημένοι, Η καρδιά μας πάντα δαίρει Και κρυμμένοι μες τη φτέρι, Διό αντάμα δεν κοτούμε Πουθενά να ευρεθούμε. Κάθε χτύπος μας τρομάζει· Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει· Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε, Οχ το φόβο δε σφαλνούμε. Έναν θάνατο χρωστούμε· Μια φορά καν ας χαθούμε.

Έχουμε τα κακά μαςδεν λέγω τ' όχι· επήραμε δρόμο στραβό σαν το κακοκυβερνημένο πλεούμενο· μα δεν είμαστε και για πέταμα. Και να είμαστε για πέταμα δεν θα χαθούμε. Θέλουμε δεν θέλουμε θα ζήσουμε. Θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξασθούμε όπως και πρώτα.

Στοχαζόμενος δε πως δεν ήτον αδύνατον να μας ξεσκεπάση την συναναστροφήν που με αυτήν είχαμεν, αποφάσισε να μας κάμη να χαθούμε και οι τρεις προδίδοντάς μας εις τον Μπρακμάνον. Και αποφασίζοντας έτσι, επήρε και μας εγκάλεσε, και του είπε πολύ περισσότερον από εκείνο που εκατάλαβε, διά να του ανάψη περισσότερον τον θυμόν να μας αφανίση.