Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Πλημμύρησε ολόγυρα, χύθηκε ανάμεσα σε κλαδιά, γλύστρησε στανοίγματα των παραθυριών, κατέβηκε από τις σαθρωμένες στέγες, πέρασε από τρύπες και χαραμάδες και μοίρασε από ένα γλυκό όνειρο σε κάθε κρεββάτι. Μονάχα στο στρώμα της όμορφης χήρας δεν μπόρεσε ναφήση το χάρισμά του. Καθώς γλύστρησε απ' τη σχισμάδα του παραθυριού, αντίκρυσε δυο μεγάλα μάτια, ορθάνοικτα, γεμάτα δάκρυα.
Δεν ήτο έγγαμος, ευτυχώς, ο Γιάννης ο Κάνταρος, όταν τον απεβίβασε το πέραμα εις την νοτιοδυτικήν ακτήν της Σ., εις τον Στροφυλιά, σιμά εις το άλσος των πιτύων και την γλυκείαν λίμνην με τα πολλά χέλια. Είχεν αφήσει πολλάς θείας, εξαδέλφας, κι' ανεψιάς και χήρας και ορφανάς, οπίσω εις την Εύβοιαν, και ούτε ηρώτησεν ούτε έμαθε ποτέ τι είχον γίνει τα πλάσματα εκείνα.
Εις την προσπάθειάν της να συντρίψη την αγάπην του, συνέθλιβε και επλήγωνε την καρδίαν εις την οποίαν η αγάπη εκείνη είχεν ήδη ρίψη ρίζας. Αλλ' όσον και αν επροσπάθει η Ζερβούδαινα ν' αμαυρώση την εικόνα της Πηγής, ο Μανώλης δεν έπαυε να διακρίνη, υπό τον βόρβορον τον οποίον έρριπτον οι λόγοι της χήρας, το κάλλος και την ευγένειαν της εικόνος.
Συντελούσης δε και της μέθης, ήτις δεν είχεν εντελώς εξατμισθή, η σκέψις του έφθασεν εις τοιούτον ενθουσιασμόν, ώστε μετ' ολίγον ήρχισε να σιγοτραγουδή: Κ' εδά, Μαρούλι μου, πού θα μου πας; Θες και δε θες, θα μ' αγαπάς. Αλλά και αι νέαι του ελπίδες διελύθησαν εις την πρώτην συνάντησίν του με την θυγατέρα της χήρας.
Δάκρυον ορφανού....... 0,02 Στεναγμοί χήρας....... 0,01 Πείνα συνταξιούχου...... 0,01 Εύνοια Τούρκου....... 0,03 Ελαστικότης κώδικος..... 0,05 Νωθρότης εισαγγελέως.... 0,03 Ευήθεια μετόχου....... 0,85 1,00
Αφού δε εξήντλησεν όλα τα άλλα του μέσα διά να εξευμενίση την κόρην της χήρας, εσκέφθη να δοκιμάση και τας επιδείξεις της ρώμης και της ανδρείας. Άμα δε την έβλεπεν, ανέσυρε την πλατείαν χειρίδα του μεταξωτού υποκαμίσου του διά να επιδεικνύη τον ηράκλειον βραχίονά του. Και εισορμών εις τα δώματα ανεφώνει: — Άντρες τα 'ρίζουν τα Σφακιά!
Γράψον εις τους υπηρέτας σου να έλθουν απόψε με έν φορείον διά να σε μεταφέρουν εις την οικίαν σου. Εδώ ευρίσκεσαι εις τον οίκον πτωχής χήρας, ήτις δεν θα βραδύνη να επανέλθη με τον υιόν της. Αυτός θα φέρη την επιστολήν σου· ημείς πρέπει να ζητήσωμεν άλλο καταφύγιον. Ο Βινίκιος ωχρίασεν. Εάν έχανεν εκ νέου την Λίγειαν, δεν θα την επανέβλεπε πλέον ποτέ.
Δεν έλεγε τίποτε άλλο όταν την έβλεπε με άλλας γυναίκας, αλλ' ο στεναγμός, όστις συνώδευε την αναφώνησίν του και ηδύνατο να κινήση ανεμόμυλον, και τα βλέμματα τα οποία απηύθυνε προς την θυγατέρα της χήρας, ήσαν αρκετά διά να εκφράσουν την τρικυμίαν της ψυχής του
Αλλά το μόνον το οποίον ενόησεν εκ των λόγων της χήρας ήτο ότι τον εσυμβούλευε να παραιτηθή από την θυγατέρα της. Και με πείσμα είπεν: — Εγώ θα τήνε πάρω θέλει και δε θέλει! Η στενοχώρια του Μανώλη διά την αποπομπήν του δεν διήρκεσε πολύ.
Ναι, είπα, πρέπει να φερθώ και τώρα ως ιππότης, ας μείνω ως παράδειγμα κι' εγώ ηρωισμού! κι' αφού της χήρας έτυχε να ήμαι πατριώτης, κι' ο έρως θύρα ας γενή του πατριωτισμού. Είπα, και θεία έμπνευσις για στίχους μου κατέβη . . . κι' ενώ σακκιά εζύγιζαν οι σύντροφοι μου όλοι, κι' ο έμπορος εγύριζε παντού να με γυρεύη, ακροστιχίδα έγραφα εγώ για τον Μανώλη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν