Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Τότε θα κρεμούσα τα μαλλιά μου απ' το παράθυρο και θα τάκανα σκάλα νανεβή ο αγαπημένος μου... Και όλο έκλαιγε, μέσα στο σκοτάδι. Το βασιλόπουλο τράβηξε κατά τα μάτια του. — Θα πάρω πάλι τα γκρεμνά και τα ποτάμια, θα διαβώ τις θάλασσες και τα βουνά, να φύγω μακρυά απ' την κακιά μου αγάπη. Και τράβηξε πάλι μακρυά απ' το σιδερένιο πύργο.
— Α! τα τέρατα! φώναξε ο Αγαθούλης. Τέτοιες φρικαλεότητες σ' ένα λαό, που χορεύει και τραγουδεί! Δε θα μπορέσω να φύγω, όσο το γρηγορώτερο απ' αυτό τον τόπο, όπου μαϊμούδες και τίγρεις παίζουνε μαζί. Είδα αρκούδες στον τόπο μου· ανθρώπους είδα μόνο στο Ελδοράδο. — Για τόνομα του Θεού, κύριε αστυνόμε, στείλε με στη Βενετία, όπου πρέπει να περιμένω τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.
Εκεί που κοιμώμουν, άκουσα ένα μεγάλο σιουμάλισμα και μια φοβερή ταραχή. Βρέθηκα μέσα στη μέση του ανεμοστρόβιλου. Προσπάθησα να φύγω... του κάκου! Είμουν σαν πισταγκωνισμένος. Έκανα να μιλήσω... και δεν είχα φωνή!
Ω κυρά μου, είπε εκείνος, «πώς θες να σας αφήσω στην κατάσταση που βρίσκομαι; Τι με το κρασί που ήπια και με την ευχαρίστηση του να σας βλέπω, δεν θα βρω τον δρόμο για το σπίτι μου. Άστε με να μείνω εδώ μέχρι το πρωί, και όταν ξανάρθω στα καλά μου, θα φύγω όποτε θέλετε.» Άσε τον να μείνει είπε η Αμινά, που και πριν του είχε φερθεί φιλικά. Είναι δίκαιο, μια που μας διασκέδασε τόσο πολύ.
Έδωκε ο Θεός και μεγάλωσε και το παιδί μου ο Μιχαληός. «Να φύγω, πατέρα, μούλεγε, να πάω στην Αμέρικα. Προκοπή δεν έχει ο τόπος μας. Να πάω στην Αμέρικα να σας στείλω λίρες με το τσουβάλι». Βρε παιδί μου Μιχαληό, τούλεγα, να μας φύγης και συ, τι θα γίνωμε; Άλλο παιδί δεν έχομε, η μάννα σου θα πεθάνη από τον καϋμό της!... Αυτός τίποτε. «Να φύγω, πατέρα· δεν μπορώ να σας βλέπω να πεινάτε.
— Μη φεύγης, πατέρα, δεν ακούεις ο άνεμος πώς φυσά! — Και ημπορώ να μη φύγω, παιδί μου; Αν δεν ψαρέψω, πώς να φέρω το βράδυ χρήματα 'ς το σπίτι! Και με όλην την κακοκαιρίαν έλυσε την βάρκαν του ο κυρ Σταμάτης ο πατέρας της μικράς Φωτεινής, και έφυγεν εις την ανοικτήν θάλασσαν.
Το μυστηριώδες τούτο κλαύμα ματαίως εδοκίμαζε να κατασιγάση με το άσμα το παραπονετικόν και ρεμβώδες, το οποίον υπεψιθύριζε. Μανούλα μου, ήθελα να πάω, πάω να φύγω να μισέψω του ροιζικού μου από μακρυά την πόρτα ν' αγναντέψω. στο σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω, κ' εκεί να βρω τη Μοίρα μου, και να την ερωτήσω . . .
Πάντα βλέπω στον ύπνο μου το λιμενάρχη, τη γυναίκα του, την υπηρέτρια, τους βλέπω και ξύπνιος, ακόμη και τώρα, εκεί, μπροστά μου. Ήταν καλοί άνθρωποι, αλλά εγώ ήθελα να βυθιστώ για να μην τους ξαναντικρίσω. Και το χειρότερο ήταν πως δεν μπορούσα να φύγω από το σπίτι τους.
Φεύγε, σε παρακαλώ, το ογληγορώτερον, διά να με σε εύρη η σκληρά και σε παιδεύση. Α! και πώς, κυρά μου, απεκρίθην εγώ, εσύ θέλεις να φύγω και να σε απαρατήσω αβοήθητον; με στοχάζεσαι τόσον αχάριστον; αγαπώ καλύτερα να αποθάνω, παρά να σε αφήσω εις αυτήν την κατάστασιν, χωρίς να σε ελευθερώσω.
Η γυνή μετά τινα σιωπήν απήντησε: — Δεν ξέρω κ' εγώ, αν θα κοιμηθώ απόψ' εδώ ή όχι!... Ο ίδιος θα μου 'πή... Εγώ τάχω αλλού τα ρούχα μου... Αυτά που βλέπεις δεν είνε ρούχα... Να τον ιδώ μόνον και μπορεί να με οδηγήση αλλού να φύγω... — Δεν είνε ρούχα, αμμή, τι είνε; εφώναξεν η Δημητρούλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν