Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Θαρρεί δηλαδή πως φουρτούνα και μπουνάτσα δεν είναι δουλειά της μετεωρολογίας, δεν είναι πράματα φυσικά, μα πως ένας άθρωπος μπορεί ναλλάξη και μάλιστα να χαλάση τους νόμους που κυβερνούν τον κόσμο. Κι ο δάσκαλος πάλε τι λέει; Λέει πως εκείνος μπορεί ναλλάξη και να χαλάση τη γλώσσα του λαού, που πήρε δικό της δρόμο και που έχει νόμους δικούς της.

Κάπια θενάπεσε στους γιους του βασιλιά φουρτούνα... Μα, Δία, εμένα σώσε με από πικρά μαντάτα454 Έτσι είπε, κι' όξω χύθηκε σαν παλαβή οχ το σπίτι 460 με σπλάχνα που της σπάραζαν, κι' οι σκλάβες ακλουθούσαν.

Τότ' είπες, Πάτροκλε αλογά, με στεναγμούς και κλάμα 20 «Ω αδέρφι, του Πηλέα γιε, των Αχαιών αθέρα, συμπάθα· τι άγρια το στρατό φουρτούνα συνεπήρε. Τι όσοι είταν πριν οι πιο καλοί, από σαΐτες όλοι κι' από κοντάρια κοίτουνται στα πλοία χτυπημένοι. Σαΐτα του Τυδέα ο γιος, και κονταριά ο Δυσσέας, 25 έφαγε κονταριά κι' ο γιος τ' Ατρέα ο Αγαμέμνος· κι' έχει αρπαγμένα στο μερί σαΐτα ο γιος του Βαίμου.

Έκαμα να σηκωθή μία φουρτούνα, η οποία έβαλεν εις φόβον το άλογόν του, τόσον που τον έρριξε και ετσάκισε το ποδάρι του, και όλον ετούτο το έκαμα εις παράδειγμα των άλλων, που ήθελαν διστάσει εις την υπανδρείαν μου. Εκείνη με επίστευσεν εις όσα της είπα, κατά την συνήθειαν και ύστερον από αυτό εχαρήκαμεν με την Σχυρίναν το επίλοιπον της νυκτός, και εις την συνειθισμένην ώραν ανεχώρησα.

Εγώ, μωρέ, φοβήθηκα; Εγώ φοβήθηκα τη φουρτούνα; Απάνω στ άλμπουρο δε με είδατε, μωρέ; Δεν ανοίξατε τα στραβά σας να με ιδήτε; Τι σκούζετε το λοιπόν σα λυσσασμένα;

Κ' η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσον πάει κη πέφτ'. Ταχιά θάχουμε καλοσύνη, μπουνάτσα, κάλμα. Όλο κη καλοσ'νεύει, να, τώρα, καλοσύνεψε! Ως διά να ψεύση την διαβεβαίωσιν του γέροντος πορθμέως, οξύς συριγμός παγερού βορρά ηκούσθη σείων τα δένδρα του κήπου και τους ξυλοτοίχους του μαγειρείου επί του σκεπαστού εξώστου της οικίας, αι ύελοι δε και τα παράθυρα απήντησαν διά γοερού στεναγμού.

Ο αέρας τέλος πάντων αλλάσσοντας τους ήλθε μία φουρτούνα τόσον φοβερά και κινδυνώδης, που έχασαν την στράταν τους, και δεν ήξευραν πλέον που να βάλουν το τιμόνι και τα πανιά, εκινδύνευαν να χαθούν, αν ο καιρός ύστερα από μερικές ημέρες δεν ήθελε τους ρίξει εις ένα νησί αγνώριστον, εις το οποίον αράζοντας, είδαν ευθύς πολλές φελούκες που τους επερικύκλωσαν από όλα τα μέρη από τες οποίες εβγαίνοντας πλήθος ανθρώπων ανέβαιναν με μεγάλην βίαν εις το καράβι τους.

Ο πρώτος μας στοχασμός εστάθη, ότι εκείνη θα ήθελεν ήτον μία νέα φουρτούνα, διά την οποίαν εχαρήκαμεν επειδή και είμεθα ευχαριστημένοι καλύτερα να χαθούμεν από μίαν φουρτούναν, παρά που να φαγωθώμεν από εκείνον τον θηριώδη άνθρωπον, επειδή και οπόταν ηθέλαμεν τελειώσει την ζωοτροφίαν, μην ευρίσκοντας άλλο διά να φάγη, εξ ανάγκης ήθελε μας φάγη ημάς, τον έναν ύστερα από τον άλλον.

Ας είνε καλά ο αδερφός της που τη μάτιασε κει πέρα, και πήγε και τους αγόρασε και τους δυο πρι να τη στείλουν ως το Μισίρι. Κ' έτσι σαν πέρασε η φουρτούνα και κατεβήκαμε στο ρημαγμένο μας το χωριό, μου την έφεραν πάλι πίσω τη Φωτεινή με το στεροπαίδι της. Τανοίξαμε πάλε το σπιτικό μας. Αχ και τι σπιτικό!

Μακρυά πέρα έβλεπαν την ακτή, αλλά η φουρτούνα είχεν αρπάξει τη βάρκα, και δε μπορούσαν να βγουν έξω. Την τρίτη νύχτα, η Ιζόλδη ονειρεύτηκε ότι κρατούσε στα γόνατά της το κεφάλι μεγάλου αγριογούρουνου που λέρωνε τη ρόμπα της με αίμα, κ' έτσι κατάλαβε πώς δε θα ξανάβλεπε πεια το φίλο της ζωντανό.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν