Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Ο ένας παππάς, ο πιο γέρος, κρύωνε κ' είχε ρίξει αποπάνω απ’ το φελόνι του ένα μαύρο μάλλινο σαλάκι που τούπεσε εκεί που φιλούσε. Τον πήγαν οι φίλοι το Νίκο να φιλήση.

Ο Σαϊτονικολής ηγάπα να την πειράζη, και, αν την συνήντα εις τον δρόμον, θάλεγε του Μανώλη να της φιλήση το χέρι, ως σεβασμίας τάχα γραίας, διότι φοβερά επειράζετο όταν έβλεπεν αμφισβητουμένην την άλλως λίαν αμφισβητήσιμον νεότητά της.

Δεν υπήρχε κύμα του θρακικού πελάγους και των κόλπων της Χαλκιδικής, δεν υπήρχε κύμα εξωσμένον εκ της Μαύρης Θαλάσσης και της Προποντίδος, διωγμένον από τους κόλπους και διυλισμένον διά των πορθμών, αποπτυσμένον από τους αφρούς του πελάγους και εξερευγμένον από τα αβόλιστα βάθη του πόντου, τα κάτωθεν του πολιού, καταπληκτικού Άθωνος, το οποίον να μην ήρχετο να φιλήση τα κράσπεδα του αμαυρού τιτανείου βράχου.

Τα παιδιά εκρατούσαν τη γιαγιά αγκαλιασμένη και τα χέρια της, το ένα δεξιά το άλλο ζερβά, ήταν ακουμπισμένα στους ώμους των. Έβλεπε πότε το ένα πότε το άλλο με το ουράνιό της χαμόγελο. Η μελωδική ψιλή φωνούλα έψαλλε το «Χριστός γεννάται». Έξαφνα η γρηά έκλινε το πρόσωπο στο κοριτσάκι σαν να θελε να το φιλήση κ' έμεινε ακίνητη . . . — Μάννα! την επλησίασε και της είπε η κόρη.

Και έκαστος εθεώρει ευτύχημα αν και μόνον ητένιζε την γυναίκα του ο Αλέξανδρος• εάν δε κατεδέχετο και να την φιλήση, ενόμιζεν ότι θα εισήρχετο αθρόα η ευτυχία εις την οικίαν του. Πολλαί και εκαυχώντο ότι είχον γεννήσει εξ αυτού και οι σύζυγοι των επεβεβαίουν το πράγμα.

Τι χαρά! την έβλεπε τώρα την αντίζηλόν της, την μόνην της αντίζηλον, την καπνοσύριγγα την αγαπητήν, την τρισευλογημένην, οπού της ήρχετο να τρέξη και να την εναγκαλισθή, να την φιλήση με όλην την δύναμιν της ψυχής της. Δι' αυτήν λοιπόν την αντίζηλον εμελαγχόλει ο καλός της σύζυγος, ο καλλίτερος των συζύγων! Ω! τώρα ειξεύρει τι θα κάμη.

Αγαπάς τον εδά το μπάρμπα Νικολή; — Εγώ πάντα μου σαγάπουνα σαν και τον κύρη μου, μπάρμπα Νικολή, είπεν η Πηγή και εκινήθη να του φιλήση το χέρι· αλλ' ο Σαϊτονικολής την ημπόδισεν. Έπειτα αλλάξας τόνον, της είπε: — Και για πε μου, Πηγιό, παιδί μου, ο Μανώλης μου πώς σου φαίνεται; — Πώς να μου φαίνεται; απήντησε κοκκινίζουσα και χαμηλώνουσα το βλέμμα. Καλός.

Είχα πάρει, — θυμάμαι σαν τώρα — , το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισσένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούτον άσπρος σα χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.

Και θυμήσου, παρθένα, ότι σε ανάθρεψε προβατίνα, μα κι' ότι είσαι όμορφη. Δεν περίμενε πια η Χλόη, αλλά επειδή από τη μια εχάρηκε για τον έπαινο κ' επειδή από την άλλη επιθυμούσε από καιρό να φιλήση το Δάφνη, αφού επετάχτηκε επάνω τον εφίλησε· κ' ήτανε το φιλί της φυσικό κι άτεχνο· μα μπορούσε ν' ανάψη παραπολύ την ψυχή.

Ούτως εσχετίσθη ευκόλως μετ' αυτού κ' επόθει πλέον να μετέλθη και αυτός την αυτήν εξαπάτην, όπως νύκτα τινά της Αναστάσεως γείνη θεατής του κοιμωμένου Βασιλέως και αξιωθή να φιλήση την χείρα του την ζώσα νεκράν, όπως ηξιώθη ποτέ ν' απολαύση την θείαν ταύτην οπτασίαν ο Πατριάρχης Χρύσανθος και οι δύο Σιναΐται Πατέρες . . .

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν