Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουλίου 2025


Σήμερα πια θα φάγω μια βούκα ψωμί να πάγη στην καρδιά μου! — Είπεν η μήτηρ μου καθεζομένη μεταξύ εμού και του αδελφού μου παρά την λιτήν τράπεζαν, ην ο υπηρέτης είχε παραθέσει εις το δωμάτιόν μας. — Πρώτα κάμε το, και ύστερα πε το, μητέρα. — Απήντησε πειρακτικώς ο αδελφός μου, διότι από τινος πολλάκις μεν ήκουε την καλήν ταύτην πρόθεσιν, ποτέ όμως δεν την έβλεπε πραγματουμένην.

Καιρός να φεύγωμεν ΜΑΚΒΕΘ Γοργά να είναι τ' άλογά σας και ασφαλή τα πόδια των. Η ώρα η καλή σας! Ως τας επτά καθένας σας ας κάμη ό,τι θέλει. Διά να μ' είν' η συντροφιά ακόμη γλυκυτέρα, κι' εγώ σκοπεύω μόνος μου να μείνω ως το βράδυ. Λοιπόν, μαζί σας ο Θεός! ΜΑΚΒΕΘ Εσύ, — εσένα λέγω· ακόμη δεν εφάνησαν οι άνθρωποι εκείνοι; ΥΠΗΡΕΤΗΣτου παλατιού, αυθέντα μου, την θύραν περιμένουν.

— Ο Θεός να τους φωτίση, να σου ειπώ! Διότι αυταίς η βραδυαίς του χειμώνος είνε ατελείωταις. Την στιγμήν εκείνην εισελθών υπηρέτης άψογος την περιβολήν αφήκεν επί της τραπέζης δέσμην εφημερίδων, ειπών απλώς·Ταχυδρομείον! — Α! τι καλά! εφώνησεν ευθύμως ο Αγησίλαος, και θεις επί της ρινός τας διόπτρας του ανέπτυξε το νεώτατον των φύλλων και ήρχισε την ανάγνωσιν από του τέλους.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Να επιτρέψης εις άνθρωπον, όστις δέχεται φιλοδώρημα και λέγει «ο Θεός να σου τα πληρώση», να λάβη με οικειότητα την χείρα εκείνην, με την οποίαν έπαιζεν η ιδική μου, την βασιλικήν ταύτην σφραγίδα των ευγενών καρδιών! Α' ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Περίφημα, άρχον. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εφώναξεν, εζήτησε συγγνώμην; Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Εζήτησεν έλεος.

Συγχρόνως ναύρη και αυτόν η Μοίρα η κακή του! Λοιπόν, αποφασίσετε. — Πηγαίνω κ' επιστρέφω. ΟΙ ΔΥΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ Αυθέντα, την απόφασιν την έχομεν παρμένην. ΜΑΚΒΕΘ Μέσα πηγαίνετε, κ' ευθύς θα έλθω να σας εύρω. Τετέλεσται! 'ς τους ουρανούς, ω Βάγκε, αν θ' αναίβης, νάχης απόψετα εκεί τον δρόμον να γυρεύης! Εν τω μεγάρω. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Έφυγ' ο Βάγκος; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Ναι, αλλά το βράδυ επιστρέφει.

Πριν ή απαντήση η Κυρία Περδίκη, εισέρχεται ο υπηρέτης, κομίζων δύο επιστολάς και μίαν κολοσσιαίαν ανθοδέσμην. — Ακόμη γράμματα; φωνεί η οικοδέσποινα. Καλά! Βάλε τα εκεί, επάνω εις το τραπέζι. Και αυτό το μπουκέτο ποίος το έφερε; — Ο περιβολάρης, κυρία. Σας συγχαίρεται, λέγει· και εις άλλα. — Το πήρε και αυτός μυρωδιά; μη χειρότερα! παρατηρεί ο Τηλέμαχος.

Εκείνος βέβαια δεν θα επέτρεπε στον Τζατσιντίνο ούτε καν να ξεμπαρκάρει. Τι λες, Έφις;» «Εγώ; Εγώ είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης, αλλά λέω πως ο ντον Τζατσιντίνο θα ξεμπαρκάριζε οπωσδήποτε.» «Γιός της μάνας του, θέλεις να πειςαναστέναξε η ντόνα Ρουθ και ο υπηρέτης αναστέναξε κι εκείνος. Η σκιά του παρελθόντος ήταν πάντα εκεί, γύρω τους.

Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Τώρα θα έλθουν, σύντροφε· μερικοί απ' αυτούς δεν στέκουν καλά στα πόδια, ολίγος αέρας αν τους φυσήση, θα τους ρίξη κάτω. Β' ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ο Λέπιδος είναι κατακόκκινος. Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Τον έκαμαν να πιή και το μερίδιον των άλλων.

Οι ατμοί του οίνου ενωθέντες μετά των ατμών της φιλοδοξίας εκορύφωσαν την μέθην της ημετέρας ηρωίδος. Αν κατ' εκείνην την στιγμήν ενεφανίζετο ο αυλάρχης προσκαλών αυτήν να καθίση επί της κοπρανικής έδρας, ή ο υπηρέτης του Φίλιππου κράζων το «Μ έ μ ν η σ ο ά ν θ ρ ω π ο ς ω ν», ήθελεν αποκριθή εις αμφοτέρους ότι ήσαν ζώα.

Ένας τρίτος υπηρέτης πλησίασε επίσης έναν τρίτο ξένο και τούπε: — Η Μεγαλειότητά σας δε θα μείνη πολύν καιρό εδώ· θα τα ετοιμάσω όλα. Κ' ευθύς εξαφανίστηκε. Ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος δεν αμφιβάλανε πως είχαν εμπρός τους μασκαράδες του καρναβαλιού. Ένας τέταρτος υπηρέτης είπε στον τέταρτον αφέντη. — Η μεγαλειότητά σας θ' αναχωρήση, όποτε θέλη, και βγήκε έξω σαν τους άλλους.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμβαλλόμεναι

Άλλοι Ψάχνουν