Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουλίου 2025
Ραψωδία Π Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν, κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων. και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5 τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν, και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου• «Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι, αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10 Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του• 'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε. και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15 κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα, μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20 τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει, και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο. αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25 θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη• τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις, αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».
Αποστόλων έψαλα το «Σε την υπερένδοξον νύμφην», και το «Ο Χριστοκήρυξ Σταυρού καύχημα φέρων, σε την πολυέραστον θείαν ηγάπησεν». Και της Μεταμορφώσεως έψαλα το «Προ του Σταυρού σου, Κύριε, όρος ουρανόν εμιμείτο». Και εις μνήμην της Παναγίας έψαλα τα θεσπέσια εκείνα κελαδήματα, το «Πεποικιλμένη» και το «Νενίκηνται», και το «Συνέστειλε χορός των Αποστόλων το θεοδόχον σώμα σου· εις ουρανίους θαλάμους προς τον υιόν χαιρετώσα». Και εις την αποτομήν του Προδρόμου έψαλα το «Φρίττουσι πάθη των βροτών» και τόσα άλλα.
Εάν δε εις κανένα από τους υιούς ή τας θυγατέρας παρουσιασθή κανείς κλήρος παραχωρηθείς κατόπιν της διαθήκης εκείνης, ας τον αφήση αυτός εις τον κληρονόμον του διαθέτου της διαθήκης. Εάν δε δεν αφήση άρρενα τέκνα αλλά θήλεα ο διαθέτης, ας ορίση ως άνδρα δι' οποιανδήποτε θυγατέρα του οποιονδήποτε θέλει και ως υιόν του ας του αφήση γραπτώς την κληρονομίαν.
Βλέποντας εγώ τον αγαπητόν μου υιόν τον αγκάλιασα, τον εφίλησα και από την χαράν μου έγινα άλλος εξ άλλου· έπειτα ευθύς μετεμόρφωσε την γυναίκα μου εις ταύτην την έλαφον, που βλέπετε· και τούτο της το εζήτησα εγώ διά να μην είναι τόσον άσχημα.
Η δε έξαψις καθώς και η εκτράχυνσις είναι φυσικώτεραι από τας επιθυμίας της υπερβολής και τας μη αναγκαίας, καθώς εκείνος που εδικαιολογείτο όταν έδερνε τον πατέρα του λέγων: «και αυτός έδερνε τον ιδικόν του και εκείνος τον παραπάνω». Και αφού έδειξε το παιδίον του είπε : «και αυτός θα δείρη εμέ όταν μεγαλώση, διότι το έχει το αίμα μας». Επίσης ο συρόμενος από τον υιόν του τού έλεγε να σταματήση έως εις την θύραν, διότι και ο ίδιος έως εκεί έσυρε άλλοτε τον πατέρα του.
Έτσι αυτοί μ' αντιλογιαίς μαλώνοντας, σηκώθκαν· Και την βουλήν απόλυσαν 'ς Αχαϊκά καράβια. Κι' ο μεν Πηλείδης 'ς ταις σκηναίς και 'ς τα καράβια πήγε Με του Μενοίτιου τον υιόν και με τους σύντροφούς του· Ο δε Ατρείδης έσυρε 'ς την θάλασσαν καράβι Γοργό· και εδιόρισε είκοσι λαμνοτάδαις· Και έμπασε για τον θεόν την εκατόμβην μέσα.
Με ποίας μαγείας, με ποία μαγγανεύματα, τον εγοήτευσε τόσον τον ορφανόν της υιόν, το υγρόν στοιχείον; Η γαλανάδα της τον εμάγευεν, η γαλήνη της τον ανέπαυεν, η τρικυμία της τον εμέθυε καθήμενον επί βράχου και θελγόμενον από τους αφρούς των κυμάτων, οίτινες πολλάκις ερράντιζον το πρόσωπόν του.
— Μα έλα δα! έκραξε προς αυτόν ο Καλούμπας, άμα τον είδε να έρχεται χωρίς τον υιόν του. Έλα, κι' ας κουρεύεται! — Καλλίτερα, λείπει κι' ο μπελάς του, παρετήρησεν ο Νειόγαμπρος. Ο γέρων θαλασσινός έκυψεν, έλυσε την μπαρούμαν, κ' επήδησε στη βάρκα. Ομοίως και οι άλλοι δύο. — Μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα, το διαολόσκυλλο, είπεν ο· Μπαμπούκος, να τρέχω να τον κυνηγώ. Ήτον πράγματι πολύ ωργισμένος.
Πέραν του Αράξου, επελθούσης της νυκτός, ο Κύρος εκοιμήθη επί της γης των Μασσαγετών και είδε το εξής όνειρον. Τω εφάνη εις τον ύπνον του ότι έβλεπε τον πρεσβύτερον υιόν του Υστάσπους έχοντα εις τους ώμους πτέρυγας, η μία των οποίων επεσκίαζε την Ασίαν, η δε άλλη την Ευρώπην.
Ως βλέπεις εγέννησα και εγώ, αλλ' εγέννησα παιδίον νεκρόν· λάβε λοιπόν αυτό, ρίψε το, και έπειτα ας αναθρέψωμεν τον υιόν της θυγατρός του Αστυάγους ως να ήτο ιδικός μας. Τοιουτοτρόπως δε και συ δεν θα φανής ότι αδικείς τους κυρίους μας ούτε τα συμφέροντά μας θα βλαφθώσι διά της αποφάσεως ταύτης, διότι και το νεκρόν παιδίον μας θα τύχη βασιλικής ταφής και εκείνο το οποίον μένει δεν θα αποθάνη.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν