United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γυναίκα του, απόνα πλαγινό δωμάτιο, έτρεξε, σαν άκουσε το θόρυβο: με είδε ξαπλωμένο στο τραπέζι με τη σταυροειδή τομή μου· τρόμαξε περισσότερο από τον άνδρα της, τούδωσε γρήγορα κ' έπεσε πάνω του στη σκάλα.

Στους παληούς καιρούς, βασίλευε στην Κορνουάλλη ο Βασιληάς Μάρκος. Μαθαίνοντας ότι οι εχθροί του τού έστησαν πόλεμο, ο Βασιληάς του Λοοννουά ο Ριβαλάν, πέρασε τη θάλασσα για να του φέρη βοήθεια. Τον εβοήθησε και με το σπαθί και με τη συμβουλή, σαν υποτελής, — τόσο πιστά, που ο Μάρκος τούδωσε γι' αμοιβή την αδελφή του, την ωραία Μπλανσεφλέρ, που ο Βασιληάς Ριβαλάν αγαπούσε μ' έναν υπερκόσμιο έρωτα.

Τι παράξενο λοιπόν αν πήρε η Πουλχερία την καθαυτό, εξουσία; Αν είχε από φυσικό του μεγάλη αξιωσύνη ο Θεοδόσιος, και να τόθελε η αδερφή του πάλε δε θα μπορούσε να πνίξη το χαρακτήρα του. Μα κι όση διδασκαλία τούδωσε πρέπει να τον ξύπνησε κάπως, κι όχι τον αποκοίμισε ολότελα, καθώς κρίνουνε μερικοί.

Τον αγαπάει αλλοιώτικα, με μια φωτιά πιο άγρια που της πίνει όλη τη δροσιά- Ήτον τεχνίτης ξυλογλύπτης ο Νίκος κ’ έβγαζε ταχτικά ίσαμ’ οχτώ δραχμές την ημέρα. Είχε πάρει μια δουλειά αποκοπή για δυο χιλιάδες κι ο μάστορας που του δούλευε τούδωσε ένα πεντακοσάρικο μπροστάντζα κ’ έτσι αποφάσισε να κάνη αυτό που τούλεγε η καρδιά του, να στεφανωθή τη Βεργινία.

Σεις, αγαπημένε μου διδάσκαλε! Σεις σ' αυτά τα φριχτά χάλια! Τι συμφορά λοιπόν σας βρήκε; Γιατί δεν είσθε πια στον ωραιότερο των πύργων; Τι απέγινε η δεσποινίς Κυνεγόνδη, το μαργαριτάρι των κοριτσών, το αριστούργημα της φύσης; — Δεν βαστώ πια, είπεν ο Παγγλώσσης. Ευθύς ο Αγαθούλης τον ωδήγησε στο σταύλο του Αναβαφτιστή, όπου τούδωσε να φάγη λιγάκι ψωμί. Κι' όταν ο Παγγλώσσης ανάλαβε,

Ένας άνθρωπος, που δεν είχε καθόλου βαφτισθή, ένας αγαθός αναβαφτιστής, ονομαζόμενος Ιάκωβος, είδε το σκληρό κι' ατιμωτικό τρόπο, που μεταχειρίστηκαν έναν αδερφό του, ένα ον δίπουν, άπτερον, έμψυχον. Τον επήρε σπίτι του, τον καθάρισε, τούδωσε ψωμί και μπύρα, του χάρισε δύο φιορίνια, θέλησε μάλιστα να τον μάθη να δουλεύη στο εργοστάσιό του, που έφκιανε περσικά χαλιά στην Ολλανδία.

&Πώς μία γρηά φρόντισε για τον Αγαθούλη και πώς ξανάβρε κείνην, που αγαπούσε& Ο Αγαθούλης δεν πήρε καθόλου θάρρος, ακολούθησε όμως τη γρηά μέσα σ' ένα χαμόσπιτο. Τούδωσε ένα βάζο με αλοιφή να τριφτή, τον άφησε να φάγη και να πιή· τούδειξε ένα κρεββατάκι αρκετά καθαρό και κοντά στο κρεββάτι ένα κοστούμι ρούχα.

Κι όταν πια ετοιμαζότανε να γυρίση στην πολιτεία ο Εύδρομος, κι άλλα όχι λίγα τούδωσε ο Δάφνης, μα κι ακόμη όσα δώρα μπορούσε να του δώση ένας γιδάρης· τυριά καλοπηγμένα· κατσικάκι όψιμο, γιδοτόμαρο λευκό και μαλλιαρό για να το φορή το χειμώνα, όταν τρέχη· κ' εκείνος χαιρότανε κ' εφιλούσε το Δάφνη και τούδινε το λόγο του πως κάτι καλό στον αφέντη θα ειπή γι' αυτόν.

Πρέπει να είτανε λαμπρό μα την αλήθεια το θέαμα σαν ανέβηκε ο Ιουστινιανός κ' η Θεοδώρα απάνω στο Κάθισμα του Ιπποδρομίου και πήγαν αποκάτω κι ο Βελισάριος κι ο Γελιμέρος κ' έπεσαν πίστομα και τους προσκύνησαν. Τον έστειλε ο Αυτοκράτορας το Γελιμέρο στην Ασία και τούδωσε πλούσια χτήματα να ζήση εκεί. Την κυβέρνηση της Αφρικής την έδωσε του Σολόμωνα. Έβαλε κάμποση τάξη στην Αφρική ο Σολομώνας.

Αλλά ο Τριστάνος είχε φύγει. Ηύρε τον ιπποκόμο του και μ' ένα ελαφρό πήδημα βρέθηκε στη σέλλα. «Τρελλέ, είπε ο Γκορνεβάλης. Γρήγορα ας φύγουμε απ' αυτόν το δρόμο». Έφθασε τέλος στο ερημητήριο όπου ηύραν να τους περιμένουν τον ερημίτη που παρακαλούσε και την Ιζόλδη που έκλαιγε. Ο Μάρκος ξύπνησε τον εφημέριο και γραμματέα του και τούδωσε το γράμμα.