United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άκουσε ξαφνικά στα κλαδιά και στα ξερά φύλλα να πλησιάζουν τα βήματα του Τριστάνου. Ήρθε να τον απαντήση, όπως πάντα, και να τον αλαφρώση από τάρματα. Του πήρε από τα χέρια το τόξο το «αλάθευτο» και τα βέλη, και του ξέζωσε το σπαθί. «Φίλη, είπεν ο Τριστάνος, είναι το ξίφος του Βασιληά Μάρκου. Ήρθε να μας σφάξη. Κι' όμως δεν τώκαμε». Η Ιζόλδη πήρε το σπαθί, και φίλησε τη χρυσή λαβή του.

Και τ' άξιο παλληκάρι, Που πολεμάει για του Χριστού την Πίστι, για Πατρίδα. Όσο που νοιώθειτην καρδιά αίμα και μια ρανίδα, Δεν σου τη δίνει την τιμή, που είνε...τάρματά του Κ' ένα κοτρώνι να βρεθή αν τύχη από 'μπροστά του· Όσο που 'λίγο να κρυφτή, είνε με μιας λιοντάρι, Που αν 'δή, κλεισμένοτη σπηλιά, την υστερνή του ώρα. Χύνεται 'σάν την αστραπή, κι αλληάεκειόν που πάρη!

Εσαστίζανε λοιπόν κ' ετρέχανε να πάρουν τάρματα κ' εφώναζαν τους αθώρητους εχτρούς· ως που παρακαλούσανε πάλι νάρθη η νύχτα για να βρούνε ησυχία σ' αυτή.

Τη φαρμάκωναν την Ελλάδα χωρίς οι πιώτεροι να το θέλουν, φαρμακώνουνταν κ' η Ελλάδα χωρίς να το νοιώθη. Αν, αντίς τη χαδευτική αυτή την πολιτική έφερναν οι Ρωμαίοι την πολιτική του σπαθιού και της ρήμαξης, ίσως ξυπνούσαν οι Έλληνες, ίσως άρπαζαν τάρματα, κ' έδειχναν κάποιον ηρωισμό. Μα τα χάδια τω Ρωμαίων τους μαλάκωναν την καρδιά.

Στην αρχή τα χρώματα της χλαμύδας των αρματηλάτηδων είταν άσπρο και κόκκινο. Σα γένηκαν τέσσερα τάρματα, πήραν και το πράσινο και το κυανό. Κατόπι έγιναν έξη στη Ρώμη τα χρώματα. Στο Βυζάντιο όμως περάσανε δυο μονάχα, το πράσινο και το κυανό, και μάλιστ' από τον καιρό του Σεπτήμιου Σεβήρου, που δεν είταν ακόμα πρωτεύουσα.

Την αποταχυνή σαν τονέ συνεχάρηκαν όλοι τον Αναστάσιο, πρόβαλε στη στοά που είχε έξω από τη μεγάλη αίθουσα, και κει έκαμε όρκο πως κανενός δε θα φυλάξη κάκια και πως θα βασιλέψη με δικαιοσύνη και με συνείδηση. Έκλινε ο στρατός τάρματα και τις σημαίες, και ζητωκραύγασε ο λαός.

Γλιστρά... γυρίζει πίσω, Με λίγο χιόνιτα μαλλιά, με καταχνιάτην όψη. Περνούν η μέραις σα νερό ... Ανέλπιστο λιοβόρι Τη φλόγα του Τεπελενλή τη σβει, τη συνεπέρνει. Πόλεμος πάντα πόλεμος... 'Σ τάρματα μέρα νύχτα ... Τότε για τον Αλήπασα. Τώρα... για ποιόνε τώρα;... · Η μοίρα τον εγλύκαινε με ταγκαλιάσματά της.

Ο Λιάς από τη Βίδαβη. Επέρασε ο Λαμπέτης Και δείχνει τ' Αστραπόγιαννου την κάρα ματωμένη 'Στήν αγκαλιά του την πιστή. Εκεί κι' ο Αμπελογιάννης Με τρεις θηλειαίς που εσφίγγανε τον άγριο το λαιμό του. Ο Κωσταντάρας πώφερνετον ώμο το παιδί του Σφαμμένο με τα χέρια του, μονάκριβή του κλήρα, Γιατί, κακούργιο, εντρόπιαζε, τάρματα, τη γενειά του.

Ακόμα τους βλέπω μπροστά μου, και τρέλλα με πιάνει. Τάγριό τους το γέλοιο, σα μ' είδανε μοναχή στο καλύβι, είταν κι από την όψη τους κι από τάρματά τους πιο τρομερώτερο. Στην αρχή θάρρεψα δα πως ήρθαν ώσπου να περάσ' η βροχή. Μα αυτοί είχαν άλλα στο νου τους. Εκείνη την ώρα το συλλογιστήκανε, σχεδιασμένο το είχανε, Θεός το ξέρει. Πρώτο πράμα που έκαμαν είτανε να μανταλώσουν την πόρτα.

Βγαίνουμ' έξω και κατεβαίνουμε στην πιο μακρινή τη γωνιά του μικρού χωραφιού μας, κοντά σε μια μεγάλη συκαμινιά. Σκοτάδι, πίσσα. Τύχη μας που δεν είχε μήτε φεγγάρι. Ώρες κι ώρες έσκαβε ο γέρος, και ξεφτυάριζα εγώ χώμα. Κ' ένας φόβος! Φύλλο, έπεφτε και τρομάζαμε. Σαν έγεινε ο λάκκος βαθύς ως τη μέση μου, γυρίσαμε στο καλύβι. Τους σηκώσαμε κατά πως είτανε, με τάρματά τους, μ' όλα τους.