United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστοχάσθηκα πολλά ολίγον τα πολύτιμα στρωσίδια, και τα θαυμαστά πράγματα, που ήτον εις αυτόν, επειδή η κυρία ήτο εκείνη που μόνον εστοχαζόμουν, της οποίας η θεωρία μου επροξένησε πολλήν ευχαρίστησιν και ηδονήν.

Γιατί το κελλί του μέσα ώμοιαζε στάνη, καλύβι τσοπάνικο, γιομάτο λύγδες και στρωσίδια και διπλάρια χοντρά μάλλινα. Οι τοίχοι ήταν κατάμαυροι σαν τοίχοι καπνισμένης σπηλιάς κι ο μικρός λύχνος που φώτιζε θαμπός και μισόφωτος τον απλό δείπνο μας, έβγαζε μιαν αφόρετη βαριά μυρουδιά πολυκαιρισμένου λαδιού.

Εγώ ευθύς με το μαχαίρι έσχισα το δέρμα και το όρνεον βλέποντάς με έφυγε· τότε θεωρώντας ολόγυρα είδα το χρυσούν εκείνο παλάτι ως μου είπον και περιπατώντας ολίγον έφθασα εις την θύραν του και άρχισα να θεωρώ ένα προς ένα τα όσα αξιοθαύμαστα πράγματα έβλεπα εκεί· και εμβαίνοντας μέσα εις την αυλήν, όλην λιθοπόρφυρον, είδον μίαν σκάλαν από μάρμαρον λευκότατον και αναβαίνοντας επάνω εις διάφορα ανώγεα, εστρωμένα με πολύτιμα στρωσίδια και προχωρώντας παραμέσα εις ένα αργυροκρυστάλλινον θάλαμον, εύρον σαράντα κορασίδας ωραιοτάτας τόσον, που έμεινα όλος εκστατικός, εις τοιαύτην εξαίρετον ευμορφιάν και άφωνος.

Γιατί το κελλί του ώμοιαζε στάνη, καλύβι τσοπάνικο, γιομάτο λύγδες και στρωσίδια και διπλάρια χοντρά μάλλινα. Οι τοίχοι ήταν κατάμαυροι σαν τοίχοι καπνισμένης σπηλιάς κι ο μικρός λύχνος που φώτιζε θαμπός και μισόφωτος τον απλό δείπνο μας, έβγαζε μια αφόρετη βαριά μυρουδιά πολυκαιρισμένου λαδιού.

Δι' αυτό λοιπόν πρέπει ίσως να επανέλθω πάλιν και να αρχίσω από το τέλος. Αν δηλαδή εννοής καλά την συγγένειαν, προ ολίγου απεχωρίσαμεν έν είδος από αυτήν, διότι διεκρίναμεν τα υφασμένα ως φορέματα και ως στρωσίδια. Νέος Σωκράτης. Εννοώ. Ξένος. Και όμως αφαιρέσαμεν την χρησιμοποίησιν των λινών και των ψαθών και όλων των άλλων όσα προ ολίγου ωνομάσαμεν νεύρα των φυτών.

Τα γιοβάρια τους βγάζουν όλα τα είδη των ψαριών του γλυκού νερού. Χέλια γλανούς, δρομίτσες, τσερούκλες, στρωσίδια και πού και πού, και πέστροφες ακόμα. Από το καθημερινό αυτό ψάρεμμά τους τον χειμώνα με τις μεγάλες σαρακοστές του, ζουν τα χωριά, πούνε άφθονα σκορπισμένα δεξιά και αριστερά στις λίμνες. Σε μια απ' αυτές τις ψαράδικες καλύβες θα περνούσαμε τη βραδιά μας, εκείνη τη νύχτα του Γενάρη.

Τον καιρόν που ο Καλίφης έκανε τέτοιους λογισμούς κατ' επάνω του Αμπτούλ και του Βεζύρη του, έφθασεν εις το κονάκι του· και εκεί έμεινεν εκστατικός γιατί το βρήκε στολισμένον με διάφορα πευκιά της Περσίας και άλλα πλούσια στρωσίδια, με έναν αριθμόν από σκλάβους και δούλους, από άλογα, μουλάρια και καμήλια, γεμάτη η αυλή· και έξω από αυτά είδεν εκεί το χρυσούν δένδρον με το παγώνι, το σκλαβόπουλο με το ποτήρι και την σκλαβοπούλαν με το τζιβούρι.

Μα όσον πολύτιμη και αν μου εφάνη η αυλή, η τέχνη υπέρβαινε κατά πολλά, η κατασκευή του κτιρίου δεν επαρομοίαζε καθόλου με τες ιδικές μας, και δικαίως ημπορούσα να στοχασθώ ότι ανθρωπίνη εργασία δεν ήτον· οι οντάδες ήσαν γεμάτοι από στρωσίδια χρυσοΰφαντα, και εφαίνονταν πολύτιμες και άξιες ζωγραφιές, που έδειχναν τους πολέμους του Μωάμεθ, που έκανε διά να στερεώση την θρησκείαν του.

Νάρθω κ' εγώ και να σε ιδώ, και να σε κουβεντιάσω. — Εγώ Πασσά μ' δεν κάκιωσα, εγώ, Πασσά μ' δεν ξέρω Πώς στρώνονται τα στρώμματα, πώς βάνουν τα στρωσίδια. Γιατ' είμαι τσιούπρ' απ' τα μανδριά και μόν' και μόν' γνωρίζω, Να βόσκω αρνιά και πρόβατα, το γάλα τους να αρμέγω. Να πλέχω χοντροτσούρεπα, να φκιάνω και γιαγούρτι. Κυτάζω τον κατήφορο.

Αληθές είνε ότι η κλίνη αύτη, αν και ολίγον αρχαϊκή, ήτο πράγματι αξιοθέατος, σιδηρά, ευρύχωρος, μ' επίχρυσον άνω της κεφαλής ζεύγος ασπαζομένων, τρυγόνων. Ακόμη πλουσιώτερα ήσαν τα στρωσίδια.