United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, κι' εφτύς σηκώθηκε στη μέση ο Πολυποίτης, σηκώθηκε κι' ο Λιονταράς, στεριοδεμένος άντρας, κι' ο Επειγός, και τέταρτος του Τελαμώνα ο Αίας, και στάθηκαν σειρά. Κι' αρπάει ο Επειγός τη σφαίρα, και ρήχνει αφού τη χόρεψε· και γέλασε μαζί του 840 το πλήθος όλο. Δέφτερος ο Λιονταράς τη ρήχνει. Τρίτος την έρηξε ο τρανός του Τελαμώνα ο Αίας με στέριο χέρι, και περνάει κάθε αλλουνού σημάδι.

Τότε ανεβαίνει βιαστικός στο στέριο αμάξι ο γέρος κι' όξω τραβά απ' τ' αχόλαλο λιακό κι' απ' τ' αβλοπόρτι. Το κάρο ομπρόςτετράροδοτραβούσαν τα μουλάρια που τα οδηγούσε ο φρόνιμος Νιδιός· και πίσω ο γέρος 325 βαρούσε τ' άτια, και γοργά τους φώναζε να τρέχουν κάτου το κάστρο. Κι' οι δικοί τον συνοδέβανε όλοι πικρά θρηνώντας, πούλεγες πως σε σφαγή παγαίνει.

Έτσι όξω από την άμαξα πιασμένο στο κοντάρι τόνε τραβούσε, σαν ψαράς που στέκει σ' ακροβράχι και ψάρι βγάζει οχ το γιαλό μ' αρμίδι και μ' αγκύστρι· έτσι έσερνε ανοιχτόστομο το Θέστορα με τ' όπλο οχ το κουτί, και πίστομα τον πέταξ' άψυχο όξω. 410 Έπειτα τρέχει και χτυπάει με πέτρα τον Ερύλα κατάμεσα της κεφαλής, που μες στο στέριο κράνος άνοιξε σε κομάτια διό· κι' έπεσε εκείνος μπρούμπα, κι' ανήλιος γύρω θάνατος του χύθηκε στα μάτια.

Κι' αφτός τους γιους του πρόσταξε να βγάλουν τα μουλάρια με στέριο κάρο, και κουτί απάνου ναν του δέσουν. 190 Απέ στη μοσκομύριστη κατέβηκε αποθήκη, πλατιά κεδρένια, που σωρούς πολύτιμα χωρούσε.

Άρπαξε τ' όπλο ο βασιλιάς, και σα θεριό κοντά του τραβώντας, του το τίναξε όξω απ' το στέριο χέρι με βιά· και τον προβόδησε με μια σπαθιά στο σνίχι. 240 Έτσι έπεσε, κι' εκεί ύπνονε κοιμήθηκε χαλκένιο ξένους βοηθώντας, έρημος, αλάργα απ' τη νυφούλα, το τέρι που δε χάρηκε κι' είχε ακριβά πλερώσει βόδια πρώτα έδωκε εκατό, πολλά 'ταξε κατόπι, γίδια μαζί και πρόβατα που τούβοσκαν χιλιάδες. 245 Τότες εκεί τον γύμνωσε τ' Ατρέα ο γιος, και πήγε πίσω ν' αφίσει στο στρατό τα πλουμιστά άρματά του.

Έτσι είπε και την έστειλε, σαν που κι' αφτή ποθούσε. Κι' όμια με λάκρα οργιόφτερη τρανόφωνη, οχ τα ύψη 350 κάτου πετάει μέσα απ' το φως την ώρα που οι Αργίτες παντού στον κάμπο τ' άρματα φορούσαν του πολέμου. Κι' έσταξε αθάνατο νερό μες στ' Αχιλιά τα στήθια, που πείνα πια κακόριστη να μην τον τρεμοβλάψει, απέ στ' ακίνητου γονιού ξανά το στέριο πύργο 355 φέβγει,