Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Κι όχι μονάχα τους πιστεύανε, μα και τη βοήθεια τους ζητούσαν όταν επιθυμούσαν ή να χορτάσουν πάθος, ή γυναίκα να ξελογιάσουν, ή άντρα να σκοτώσουν, ή ναρπάξουνε βιός. Ως και θρόνους βασιλικούς μπορούσε και σάλευε ο παντοδύναμος ο Μάγος. Εύκολο είτανε μαζί με τ' άβλαβα βότανα νανακατευτή και καμιά στάλα φαρμάκι μέσα στο μαγικό τους ποτήρι.

Μα τότες ο αστραπεφτής της είπε γιος του Κρόνου «Ήρα, για κει είναι κι' έπειτα καιρός να μου μισέψεις, Μον έλα εμείς τον έρωτα μια στάλα να χαρούμε, τι ως τώρα πόθος γυναικός ή και θεάς ποτές μου 315 στα στήθια δε μου χύθηκε, δε μ' άγγιξε τα σπλάχνα, όσο σε θέλω και γλυκιά τώρα με φλέγει αγάπη328

Αλλ' ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος έτρεξε στη μέση, έσπρωξε τον έναν αποδώ, έρριξε τον άλλον αποκεί και ορθός ανάμεσά τους, με την θαυμαστή απάθεια στο πρόσωπο, τη γιγάντια κορμοστασιά, το αυστηρό βλέμμα του εδέσποσεν εκεί, σαν θαλασσογέννητος θεός που κατασιγάζει των ανθρώπων τα πάθη όπως και τις τρικυμίες. — Ε, ντραπήτε και μια στάλα, ρε παιδιά· είπε με την τρανταχτή φωνή του.

Σίμωσα το Θεό, και μου χάρισε την αγάπη όλου του κόσμου. Στάλα του δίνω, και με πέλαγο με πλερώνει. Έχε το Θεό στη καρδιά σου, κερά μου, και θα ταξιωθής το φως που γυρεύει η τυρρανισμένη ψυχή σου σε τέτοιο σκοτάδι απέραντο. Δέσπω. Αχ, μου ζητάς αγιωσύνη, κι άλλη δεν ξέρω από της μάννας την αγιωσύνη, μήτε άλλο μαρτύριο, μήτε άλλη αγάπη που τέλος δεν έχει.

Να μην το ξεχάσης αυτό που σου είπα· «στο ρωμαίικο ό,τι δεν είναι πάρε και δόσε, είναι δασκαλήσιο πράμα». Πού είδες Ρωμιό ν' αφιερώνη όχι ζωή, μόνο στάλα ζωής σε κοινό καλό! Μην πετιέσαι απάνω σα να θυμώνης!

Κάβοι καρτερούσαν το καράβι της νειότης μου ξεκινημένο την αυγή. Σε μαύρον κάβο το καράβι της νειότης μου έπεσε. Προς τον Άθω πλέουν τα συτρίμματά του, Κυρία των Αγγέλων! Οι αγαπημένοι μου πρόσφεραν το φαρμάκι του χωρισμού. Ως την ύστερη στάλα το ήπια και σε είδα μπροστά μου. Ωραία είσαι σαν την αγάπη και σαν την αδυναμία. Οι αγαπημένοι μου πρόσφεραν το φαρμάκι του χωρισμού.

Δεν το ήπιαν οι πιστοί σου αυτό το αίμα κι απόμεινε κρυμμένο μέσα σε μια καταφρονεμένη καρδιά, υστέρα, πέρασε σε άλληνα, ώσπου καταστάλαζε στη δική μου, έγεινε άλλο τόσο, και πάλι άλλο τόσο, και στο λαιμό μου ανέβαινε, μ' έπνιγε. Τι να το κάμω, είπα. Χτήμα σου είναι. Στάλα στάλα τόρριχτα πάνω σ' αυτά τα χαρτιά. Και τώρα τα καταθέτω μπροστά στο θρόνο σου! Μην ταγγίξης, θα κάψης τα χέρια σου!

Σκυφτή, μ' ένα προσωπάκι, όχι πλιό του κόσμου αυτού, μια περγαμηνή κατακίτρινη, καταυλαυκωμένη, ολοζάρωτη, μ' ένα φουστάνι φτωχικό, πενιχρό, μα πολύ καθαρό, που κάτι ήταν κι' αυτό καμμιά φορά, μα που τώρα τριμμένο και ξεθωριασμένο, ωσάν να σκεπάζη ακόμη την αποκαμωμένη κυρά τουδύο ερείπιαπροχωρεί η εκατόχρονη γρηούλα . . . Πηγαίνει μπρος, στο μεγάλο δρόμο, μιας μεγάλης πολιτείας, και πότε πότε σαν να χαμογελά στα μεγάλα σπίτια, στα ψηλά δένδρα, στους διαβάτες που περνούν αδιάφοροι, στα παιδάκια — σ' αυτά περισσότεροσαν να καμαρώνη τη λάμψι, που σκορπούνε όλα γύρω της και προχωρεί λίγο λίγο, σιγά σιγά, αλαφρά, συρτά, θάλεγες έντομο, με μόνο μια στάλα ζωής, την υστερνή ..

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν