Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Και σήμερα σαν επερνούσε η συνοδεία σου απ' το κάστρο, η κλέφτρα η μάγισσα σκαρφάλωσε στα σίδερα της φυλακής, να ιδή τον βασιλέα που περνούσε. Το κρίμα της την έπνιξε στο λαιμό. Και σα σ' αγνάντεψε στο άλογό σου απάνω, ποιος ξέρει τι της ήρθε. Έβαλε στριγγή φωνή και κάτω από τα σίδερα σωριάστηκε στο χώμα. Ο νέος ο βασιλιάς τινάχθηκε σα λαβωμένο ζαρκάδι. — Σύνωρα, είπε, θέλω να την ιδώ!

Λόφοι τα στουπιά, σωροί τα σίδερα. Και από άκρη σε άκρη της ακρογιαλιάς βαρκούλες ομορφοβαμμένες, μπρίκια ανασκελωμένα, γολέτες ξαρμάτωτες, καρίνες αμακιασμένες και στρειδοφόρτωτες· σκελετοί καϊκιών, σκούνας, τρεχαντιριών, άλλοι με το κοράκι μόνον και τον σταυρό, άλλοι ντυμένοι ως την κουπαστή, μισοτελειωμένοι άλλοι.

Δύο τρεις κουτσές καρέκλες τριγύρω, και στο βάθος ένα παλιό σιδερένιο κρεββάτι με ψηλά ως το ταβάνι τέσσαρα σίδερα, ένα τραπεζάκι με κόκκινο τραπεζομάντηλο, με δύο μισοσπασμένα φουρφουρένια βάζα, γεμάτα από ξερά αστάχυα, με λίγες μικρές κιτρινισμένες φωτογραφίες φουστανελάδων και γυναικών με παλιά κοζοκιά και βλάχικες φορεσιές, στόλιζαν μονάχα την απέραντη κάμαρα.

Δεσπότη μου, μ' εδέσανε ... Τα σίδερά μου κόψε. — Θανάση, μην είσ' άπιστος ...Δε σε κρατεί κανένας. Ανέβηκαν μεισουρανύς. Πετούν... Πετούν ακόμα .. Αφίνουν πίσω τους βουνά και πέλαγα κι' αστέρια. Τρυγόνια διαβατάρικα που πήγαιναντη Δύση Τους απαντούντα σύγνεφα και τους καλημερίζουν.

Πείσμα, νομίζεις, έβαλαν να τα θάψουν και αδερφωμένα το πολεμούν, τα δέρνουν αλύπητα. Καντάρια πέφτει ο άνεμος από ψηλά, μεστώνει τα πανιά, σχοινιά λιγύζει, τα κατάρτια σκουντά, τρώγει τους μακαράδες και τα σίδερα στο πεταχτό διάβα του. Φύλλο περνά, φύλλο πλακώνει, άλλο φύλλο αρματώνεται στο άπειρο διάστημα.

Ο Ρούντυ ηναγκάζετο άλλοτε να αναρριχάται και άλλοτε να βαδίζη· τα μάτια του ακτινοβολούσαν από μεγάλην χαράν και εβάδιζε τόσον στερεά με τα οδοιπορικά του βουνού υποδήματά του τα επιστρωμένα με σίδερα, 'σάν να έπρεπε σε κάθε βήμα του να αφήση ένα σημάδι.

Άλλο εκεί εγλυστρούσε ταπεινό, σαν την τίγρι που σέρνεται της κοιλιάς να πλακώση κοιμάμενο τον εχθρό της και καθώς έφθανε κοντά, εψήλωνε για μιας θεόρατο, εκαβάλαε το κατάστρωμα, εσάρωνε ό,τι εύρισκεν εμπρός, ξύλα και σχοινιά και σίδερα κ επερνούσεν αντίπερα, γρούζοντας ακόμη και αλυχτώντας με πείσμα που δεν ημπόρεσε να φέρη περισσότερη καταστροφή.

Δεσμώτη, φίλε μου πιστέ, 'δώ μέσα σε κρατάνε; Σίδερα σου βάλαν στα ευγενικά σου χέρια;.. Έξω μιλάνε για το θάνατό σου. Το ξέρεις; Αλιχτάνε από τη χαρά τους οι ειδωλολάτρες ολοένα. . . Δεν θέλω να πεθάνης. . . ωιμένα! δεν θέλω να σου 'δώ κοκκαλωμένο το κορμί ούτε το στόμα ανοιγμένο, το στόμα σου, που μ' έκανε το Φως το Αληθινό να προσκυνώ!

Και δύναμι πούχει στα χέρια! σα σίδερα μ' εσφίγγανε! Από το επεισόδιον εκείνο εξήλθεν ο Μανώλης μάλλον ευχαριστημένος. Τι επεδίωκε; Ν' απαλλαγή από ένα αντίζηλον. Επέτυχε δε ό,τι ήθελε χωρίς δυσαρέστους περιπλοκάς με τον Μουδίρην και τους χωροφύλακας, τους οποίους ο οίνος τον είχε κάμη να περιφρονήση.

Έδωκε ο θεός και βρέθηκε το χάσιμο... Ο νέος ο βασιλιάς έγινε ακόμα πιο χλωμός και τα γόνατά του λυγίσανε να πέση χάμω. — Βρέθηκε το χάσιμο. Κ' η κλέφτρα η μάγισσα, του Σατανά η γέννα, ρέβει τώρα μες τα σίδερα. Κρύος ιδρώτας έλουσε το νέο το βασιλιά κ' ένα σκοτάδι απλώθηκε στα μάτια του. Έκανε κουράγιο και είπε στον πατέρα του: — Πατέρα μου και βασιλιά μου.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν