Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Εις μάτην άλλη μήτηρ έδιδεν ωσαύτως τον σπόρον εις τον υιόν της να τον φέρη την μεγάλην Παρασκευήν εν τω ναώ, όπως αγιασθή πριν ανοίξη. Ουδεμία κόρη εκλάδονεν .

Θ' αγριέψουμε το Χαμίτη, και θα μας έρθουνε στο κεφάλι χερότερα. Να σου αποκριθώ μάνι μάνι, πριν έρθουν οι Δεσποτάδες. Πρώτο, που ο φίλος ίσως μήτε ν' αγριέψη δε θα προφτάξη. Δεύτερο, που δε θα ξέρουν ποιόνα να πιάσουν. Α λυσσάξουνε μερικά λυκόπουλα, το πολύ μπορεί να κρεμάσουν την Αγιωσύνη Σου, το πολύ να πειράξουνπόσους να πούμε; Ας πούμε εκατό χιλιάδες.

Ακριβώς δε ο αυτοκράτωρ ήθελε να σπεύση πριν γείνη η ένωσις των Περσικών στρατευμάτων. Αλλ' οι σύμμαχοι Λαζοί, Γεωργιανοί και Αβασγοί δεν συνεφώνουν μετά του αυτοκράτορος, απαιτούντος μεγάλην ταχύτητα και ορμήν.

«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! 85 μας εξυβρίζεις, όνειδοςεμάς να ρίξης θέλεις. και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες, αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφήτους δόλους• ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση, απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. 90όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει με τα μηνύματα• και νους καθ' άλλο μελετάει. και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε• πανί μεγάλον έστησετα μέγαρα να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε• ω νέοι 95 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμο μη μου βιάζετε• σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 100 των Αχαιίδων μη καμμιάτον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινετην λάμψιν των λαμπάδων. 105 έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους τους Αχαιούς• τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της. κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. 110 και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες, συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη•τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση• και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, 115 με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της, μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη, είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— 120 οπού καμμιά δεν ώμοιασετο νου της Πηνελόπης,— όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει• ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν, όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη της βάζουν οι αθάνατοι•τον εαυτόν της φήμην 125 μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον• ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση».

Εις αυτό το σπίτι θα ήτο ο Ρούντυ το χαϊδεμένο παιδί. Υπήρχε εδώ βέβαια και ένα άλλο χαϊδεμένο δηλαδή ένα γέρικο, τυφλό και κουφό σκυλί, που δεν επήγαινε πλέον μαζί εις το κυνήγι, αλλά πρώτα το έπαιρναν. Δεν είχαν λησμονήσει τα καλά του τα χαρίσματα από τα πριν χρόνια και διά τούτο ελογαριάζετο τώρα το ζώον με τα μέλη της οικογενείας και ελάμβανε και περιποιήσεις.

Επί τέλους όμως ο έρως της πατρίδος υπερίσχυσε, και ο Κλεομένης εκοινοποίησεν εις την Κρατησίκλειαν την πρότασιν του Πτολεμαίου. Η δε φιλόπατρις Σπαρτιάτις απήντησεν « Εάν αυτό το σώμα μου, στελλόμενον εις την Αίγυπτον ή αλλαχού, δύναται να ωφελήση την Σπάρτην, στείλε το, στείλε το το ταχύτερον, πριν ή διαλυθή υπό του γήρατος, μένον ενταύθα άχρηστον και ανωφελές εις την πατρίδα του. »

Μόν η πόνηρη εκείνη Τέτια απόκρισι του δίνει· Στα γεννάκιασου όσαις τρίχες Τόση γνώσι, Τράγε, αν είχες, Πριν εμπής θα συλλογιόσουν, Πώς απαύτου θα τραβιόσουν. Σε κάθ' έργο και δουλιά σου Που θελά καταπιαστής, Μη ποτέ αρχινάς με βια σου, Πριν το τέλος στοχαστής, Όλοι εύκολα θαρρούμε Κάθε είδος στην αρχή, Μόνε ύστερα απαντούμε Δυσκολίας ταραχή.

Αλλά τον ειδοποίησαν ότι πριν φθάση εις την Αγοράν, θα εξεσχίζετο υπό του λαού, και τον ηπείλησαν ότι θα τον εγκατέλιπον, εάν δεν ίππευεν αμέσως. Ο Φάων τω προσέφερεν άσυλον εις την έπαυλίν του, την κειμένην έξω της Νομεντιανής Πύλης. Με τας κεφαλάς σκεπασμένας με τους μανδύας των απήλθον έφιπποι προς τα σύνορα της Ρώμης. Η νυξ ωχριάτο.

Διότι βεβαίως έπρεπε να ήμεθα παράφρονες και ημείς και όλη η πόλις, η οποία θα σας επέτρεπε να κάμετε αυτά που λέγομεν τόρα, πριν να τα εξελέγξουν αι αρχαί, αν είναι ορθά και κατάλληλα να λέγωνται δημοσίως όσα εσυνθέσατε ή όχι.

Βεβαίως όμως όσοι ακόμη ζουν δεν είναι φρόνιμον να τους τιμωρούν με εγκώμια και ύμνους, πριν κανείς να περάση όλην του την ζωήν και να προσθέση καλόν τέλος. Αυτά δε όλα από ημάς ας γίνουν κοινά διά τους άνδρας και τας γυναίκας τους πασιγνώστους αγαθούς και τας αγαθάς. Τας δε ωδάς και τους χορούς πρέπει να τας καθιερώσωμεν ως εξής.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν