United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες χοιμάει με γλήγορο ποδάρι ο Αχιλέας, λες σα γεράκι στη λογγιά το πιο λεβέντικο όρνιο που χύνεται και κυνηγάει δειλόκαρδη τρυγόνα, 140 και φέβγει εκείνη εδώ κι' εκεί, μα από κοντά στριγγλώντας τ' όρνιο πλακώνει ακούραστο και θέλει ναν την πιάσει· να πώς με πείσμα δρόμιζε, κι' ο Έχτορας μπροστά του πιλάλαε κάτου απ' το καστρί γοργό κουνώντας γόνα.

Και θα μείνη πάλι φτωχή και ταπεινή ψαρούδισα η Βενετιά και η Πόλη μας θα γίνη αιώνων καύχημα και στόλος της Οικουμένης, όπως πριν την μαράνη του Βενετσάνου το προδοτικό αγκάλιασμα και το βάρβαρο ποδάρι του Τούρκου. Ναι· θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξασθούμε πάλι. Είμαστε άντρες εμείς· είμαστ' Έλληνες!...»

Και λέγοντας του πρόσφερε τη ράχη να καθίση· 145 Μον να βαστιέται όσο μπορεί, του λέει, μην γληστρίση. Ο Ποντικός, ογλήγωρος και μ' αλαφρό ποδάρι Απανωθιό του ερρίχτηκε ωσάν το παληκάρι. Και οχ το λαιμό του Μπάκακα, και οχ την πλατιά του μέση Σφιχτά με τα ποδάρια του κρατιέται να μη πέση. 150 Θωρεί πως τρέχει στου νερού την όψι, και μακραίνει Από την άκρα που κινάει, κι' όλ' ομπροστά παγαίνει.

Κι' ο Έχτορας μιας κι' έπιασε τ' αδερφικό κεφάλι, δεν τ' άφινε· κι' ο Πάτροκλος αντίκρυ απ' το ποδάρι τραβούσε, κι' έστησαν σφαγή οι άλλοι πεισματάρα.

« Ομέρ-Βριώνης λύσσαξε, » Σαν κύταξε το αίμα » Πνιγμένον το Δερβίση του. » Προστάζειτο πλευρό του » Το σαλπιγκτή και γύρω του » Μαζόνει το στρατό του. » Και μεςτο νάνι έρριψε » Ειρωνικό ένα βλέμμα, » « Και λέγει: — 'Κείνο βλέπετε » Το μονωμένο χάνι; . . . » Πλιθάρι μην αφήσετε. » Απάνω σε πλιθάρι. » Κι' αφ' όσους είναι μέσα του » Μη μείνη ούτε ποδάρι. — » Αυτά προστάζει.

Κι αν είνε τι; Ο γιος του Ευμορφόπουλου δεν πρέπει να τους δουλεύη· όχι, δεν πρέπει. — Και τι θα φάμε; τον ρώτησε μια ήμερα πεισμωμένη κ' εκείνη. Ο Αριστόδημος στάθηκε ξαφνισμένος και την κύτταξε κατάματα. Του φάνηκε ανέλπιστο το ρώτημα της. Γρήγορα όμως αναψοκοκκίνισε, βρόντηξε το ποδάρι του στη γη κι απάντησε. — Δεν ξέρω.

Εξοπίσω πάει ατός του Και το Γάιδαρον ομπρός του Για να μην αργοπατάη, Με το ξύλο τον χτυπάει· Και το δόλιο το Γομάρι Γληγορεύει το ποδάρι, Κι' αγωνίζεται με γνώση Της ξυλιαίς για να γλυτρώση. Τα διο πρόβατα, σα ζώα Απονήρευτα κι' αθώα Δεν τηράν παρά να σώσουν Κι' οχ τον κόπο ν' αλαφρώσουν.

Τράβησε σ' ένα ταπεινό ξενοδοχείο, έφαγε λίγο ψωμί και κρομμύδι, κι' από την πολλή του την κούραση έπεσε να κοιμηθή, χωρίς να ειπή τίποτε σε κανένα, γιατί ήρθε και ποιόν γυρεύει. Αλλά ένα μαύρο προαίστημα του είχε γραπώσει την καρδιά, από τη στιγμή, που πάτησε το ποδάρι του εκεί. Τα μεσάνυκτα άρχισαν οι καμπάνες να βαρούν δυνατά.

Έσερνε τότες το νεκρό μες στη σκυλήσα μάχη οχ το ποδάρι ο Πόθος, γιος του Πελασγού του Λήθου, δεμένο μ' ασπιδόλουρο κοντά στους αστραγάλους 290 γύρω στα νέβρα, τι ήθελε στον Έχτορα στους Τρώες ζήλο να δείξει ... μα κακό του βγήκε στο κεφάλι, που δεν τ' αμπόδισε κανείς κιας λαχταρούσαν τόσο.

Συνέφιασαν από θυμό της Μάγισσας τα μάτια, Βλαστήμησε και χτύπησε στο χώμα το ποδάρι, Βούτησε το ξυγγόκερο μες στη βαθειάν οβίρα, Εγούρλωσε τα μάτια της και σταύρωσε τα χέρια Κι’ είπε στο Γιάννο ξέκαρδα και με περίσσια λύπη : Πήγαν οι μαύροι κόποι μας χαμένοι πέρα-πέρα!