United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο η «Μπέλλα» και δεν παρήλθεν ώρα, οπού ο Καραγιάννης εισήλθεν εις το δωμάτιον του ασθενούς. Δεν εγνώριζε περί της ασθενείας του και έμεινε κατάπληκτος! είχεν ενώπιόν του έν πτώμα . . . Το πρόσωπον του θνήσκοντος εφωτίσθη. Ητένισε τον γαμβρόν του και διά του βλέμματος του ένευσε να πλησιάση. Εκείνος επλησίασε και έκυψεν επ' αυτού. Εκ του στόματος του θνήσκοντος εξήλθε ψιθυρισμός . . .

Γιατί από τότε που λείπει ο Τριστάνος είναι ξαπλωμένος κει κάτω μέσ' την καλύβα του κι' όποιος τον πλησιάση του ρίχνεται, Βραγγίνα, φέρε μου τον εδώ. Η Βραγγίνα τον φέρνει. «Έλα δω, Χουσδάν, λέει ο Τριστάνος. Ήσουν δικός μου, σε ξαναπέρνω».

ΛΟΥΚΙΛΗ Πηγαίνεις να πεθάνης, Κλεόντ; ΚΛΕΟΝΤ Ναι, σκληρή, αφού το θέλεις. ΛΟΥΚΙΛΗ Εγώ θέλω να πεθάνης; ΚΛΕΟΝΤ Ναι, το θέλεις. ΛΟΥΚΙΛΗ Ποιος σου το είπε αυτό; ΛΟΥΚΙΛΗ Εγώ φταίω; Αν ήθελες ν' ακούσης, θα σου έλεγα πως σήμερα το πρωί σου φέρθηκα μ' αυτό τον τρόπο γιατ' ήταν μια γρηά θεία μου. Μόνο αν πλησιάση ένας νέος μια κόρη φαντάζεται πως την ατιμάζει.

Κ' εκείνην την στιγμήν ησθάνθη την ανάγκην να θωπεύση με τας χείρας του το χρηματοφυλάκιον, το οποίον είχεν υπό το προσκέφαλόν του. Από τριών ή τεσσάρων ημερών δεν είχε σηκώσει το προσκέφαλόν να το ίδη. Ήτον εις τον τελευταίον βαθμόν της νόσου, και μόλις ηδύνατο να ίσταται εις τους πόδας του. Ανεσηκώθη κ' έκαμε τρία βήματα διά να πλησιάση εις την κλίνην.

Έλεγεν η γρηά-Κυρατσού, διηγουμένη τα του γάμου της Θωμαής εις μίαν ξηροκίτρινην γειτόνισσάν της, άτυχον και πανάτυχον γυναίκα, ήτις άεργος, με κρεμασμένα τα χέρια από το πρωί ως το βράδυ, μη έχουσα ουδέ κουκκιά καν σπαρμένα να τα σκαλίζη, εύρισκεν ευχαρίστησιν να σκαλίζη τα σκάνδαλα του μικρού χωρίου, ως αι όρνιθες την κόπρον, και είχε πλησιάση προς τον σκοπόν αυτόν την γρηά-Κυρατσού.

Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν 40 εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε• «'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι• εδώτην στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις, που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. 45 όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη, ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη. κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν άλλον θ' αφήσουμε πτωχόνεμάς να πλησιάση».

Οι δύο αγύρται τον παρεκάλεσαν να πλησιάση, και τον ηρώτησαν πώς του αρέσει το σχέδιον και τα χρώματα, και του εδείκνυαν τα εργαλεία· ο δε υπουργός ήνοιγε τα μάτια του, αλλά δεν έβλεπε τίποτε, αφού δεν είχε τι να ιδή. — Καλέ, τόσον ανόητος είμαι; εσυλλογίζετο · και να μη μου περάση ποτέ από τον νουν! Αλλά δεν πρέπει να το μυρισθή κανείς άλλος.

Ας ήτον και τώρα να φανή, να πλησιάση μία βάρκα! . . . Η Φραγκογιαννού θα παρεκάλει τους νέους αλιείς, τους πατριώτας της, να την επάρουν μαζύ, μέσ' την βάρκα . . . Και πού θα επήγαινε;. . . Ω, βέβαια στα πέρα χώματα, στα μέρη τ' αντικρυνά, στην μεγάλη στεριά . . . Κ' εκεί τι θα έκαμνε; Ω είχεν ο Θεός, θ' άρχιζ' εκεί νέον βίον!

Άλλοι δε παρετήρησαν ότι, αν είχεν αποθάνη πράγματι ο πατήρ του, δεν θα ηδύνατο, ως ακάθαρτος, κατά τας λευιτικάς διατάξεις να πλησιάση εις το πλήθος. Όπως και αν έχη η έννοια της απαντήσεως του Χριστού είνε ανάλογος με το «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ Εμέ ουκ έστι Μου άξιος». Και η απάντησις εις τον τρίτον δεν ήτο ανόμοιος.

Έπειτα διηγήθη το ανέκδοτον ενός βοσκού, ο οποίος δεν ήθελε και αυτός κατ' ουδένα λόγον να πλησιάση άλλους ανθρώπους. Ούτε για να μεταλάβη δεν έστεργε να καταιβή στο χωριό. Μια μέρα που τον είδε από μακρυά ο παπάς, τουφώναξε ότι έπρεπε να καταιβή να κοινωνήση, αλλοιώτικα θα πήγαινε η ψυχή του στα τάρταρα.