Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Αλλά μία σκιά η οποία έπεσεν επάνω του ομού με μικράν πέτραν διέκοψε την σειράν των σκέψεών του και τον ηνάγκασε να στραφή προς τον ανηφοράν, εις το άνοιγμα του οποίου είδε πονηράν μορφήν παιδίου, το οποίον εψιθύριζε: — Πατούχα ... Πατούχα!

Μόνον αφού εξησφαλίσθη εις μίαν γωνίαν ο Μανώλης εστράφη και του απήντησεν: — Σα σ' ακούει, Τερερέ, έλα όξω χωρίς τουφέκι! — Φχιου! ήτον η απάντησις του Τερερέ. — Καλιά, θα σε βρω και χωρίς τουφέκι. — Φχιου σου, Πατούχα, φχιου σου! Και η ύβρις αύτη, παρατεινομένη ως συριγμός όφεως, ηκολούθει τον νέον απομακρυνόμενον.

Ο δε Μανώλης, αφού εδέχθη κάμποσα χαλίκια κατάστηθα, ηναγκάσθη να αποχωρήση και απεμακρύνθη επαναλαμβάνων την απειλήν του, ενώ οι βουκόλοι εκραύγαζαν κατόπιν του: — Κού-κου! Κού-κου, Πατούχα!

Εγώ να πάρω τον Πατούχα, να με πούνε Πατούχαινα, εγώ, εγώ! ... Σκίσου γης και βάλε με! Μα με τα σωστά σου μου το λες; — Με τα σωστά μου, απήντησε με ήρεμον πείσμα η χήρα. Δε θα βρης καλλίτερο. Η Μαργή ητένισε την μητέρα της, κατακόκκινη εξ οργής. Κάποιος βαρύς λόγος ανήλθεν εις τα χείλη της και τον κατέπιεν. Έπειτα είπε με την αυτήν έξαψιν: — Αν είν' αυτός για μένα, να μη δω μοίρα!

Δεν είχε δε απομακρυνθή πολύ ότε είδεν ερχόμενον εξ αντιθέτου ένα Τουρκαλβανόν χωροφύλακα. Εστράφη διά να φύγη προς τα οπίσω, αλλ' είδε και άλλον ερχόμενον εκείθεν. Ο τελευταίος του εφώναξε: — Στάσου, ωρέ Πατούχα! Ο Μανώλης εστάθη, διότι έβλεπε ότι δεν είχε διέξοδον, οι δε ζαπτιέδες πλησιάσαντες τον συνέλαβαν από τους βραχίονας. — Είντα θέτε από μένα; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Θα το μαθαίνης κάτω.

Τότε ο Μανώλης εστράφη και είδε κάτι τι, το οποίον διά μιας εψύχρανε το πολεμικόν του μένος. Από μικρόν παράθυρον είχε προβάλη η κάννη καριοφιλιού διευθυνομένη κατ' επάνω του. Και ηναγκάσθη να υποχωρήση, ενώ ο Τερερές του εφώναζεν από το παράθυρον: — Πού πας, μωρέ; Δε θα τη σπάσης την πόρτα; Φχιου, Πατούχα, φχιου!

Δεν ήθελε με το καλό; Τότε θα την έπαιρνε με το στανιό. Την ήρπασεν από την οσφύν και την ανύψωσεν ως παιδίον. Και ήτο έτοιμος να την θέση ως δοκόν εις τον ώμον του και να διευθυνθή προς τα βουνά, αλλά την τιτανικήν του απόφασιν ανέκοψε δυσάρεστος εξαφνισμός. — Μωρέ άτιμε Πατούχα! ... εβρυχήθη από τον φράκτην φωνή γνωστή.

Ο Τερερές όμως, προλαβών, εισήλθεν εις την οικίαν του και έκλεισε την θύραν, ήτις εδέχθη το φοβερόν κτύπημα το οποίον του κατέφερεν ο Μανώλης. — Είντα 'μανταλώθηκες, μωρέ σπασμένε, φοβιτσάρη; του εφώναζεν ούτος λακτίζων μανιωδώς την θύραν. Θαρρείς πως δεν μπορώ να τη σπάσω την πόρτα; — Θα πας στο διάολο, μωρέ Πατούχα, γή να σε πέψω;

Ο Μανώλης επροχώρει συλλογισμένος. Έξαφνα ανεσκίρτησεν ακούσας παιδικήν φωνήν, η οποία ήρχετο από το πλησίον δώμα: — Δε σε θέλει, Μανώλη. Εστράφη με οργήν, αλλά το διαβολόπαιδο δεν εφαίνετο. Εξηκολούθησε τον δρόμον του, αλλά μετ' ολίγον η αυτή φωνή τον έκαμε να στραφή με οργήν μεγαλειτέραν. — Δε σε θέλει, Πατούχα, δε σε θέλει! Και ως ηχώ συνεπλήρωσεν άλλη παιδική φωνή: — Κόκκινα παπούτσια θέλει!

Η πεποίθησις ότι μόνον αυτήν ηδύνατο ν' αγαπήση και να εκλέξη σύζυγον ο Σμυρνιός ήτο τόσον στερεά ριζωμένη εις την ψυχήν της, ώστε και αν αυτός ο Γιαννάκος της έλεγεν ότι δεν την ηγάπα, δεν θα το επίστευε. Το πολύ πολύ να υποθέση ότι τα καμώματα του Πατούχα εψύχραναν τον κρύφιον έρωτα του Σμυρνιού.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν