United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έννοιωσε μαζί με τον αέρα, που ανακάτωνε τα μαλλιά της, που της ξεσκέπαζε το στήθος της, που έδερνε το πρόσωπο της με λύσσα, μια παράξενη, ανακατωμένη βοή. Γέλια, τρελλά γέλια, ξεκαρδισμένα γέλια, έφταναν στ' αυτιά της από μακρυά, όλο περισσότερα, όλο δυνατώτερα. Γέλια ατέλειωτα, ξεκαρδίσματα, σαν χάχανα ξελογιασμένης γυναίκας. Ένας κόμπος της ανέβηκε στο λαιμό να την πνίξη.

Είχα δει βράχους γυμνούς να υψώνουνται απάνω από το κύμα, που έσπαζε στα πόδια τους, κ' αιστάνθηκα να ξυπνά μέσα μου η παράξενη θύμηση μιας μεγάλης τρικυμίας, που χτυπούσε με σωρούς άμμο το ευαίσθητο παιδικό πρόσωπό μου. Είναι παράξενο πώς κρατεί κανείς τόσον καιρό μια τέτοια θύμηση κι ακόμα πιο παράξενο πώς μπορεί αυτή κ' ενεργεί με τόση δύναμη μες την ψυχή μας.

Αυτή είναι μια αληθινή και παράξενη ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα. Στο χωριό του ζούσε ο ασχημότερος άνθρωπος του κόσμου. Καλάκαλά δεν μπορούσες να καταλάβης γιατί ήτανε άσχημος. Δεν ήτανε η μύτη του, τα μάτια, ταυτιά του, το σαγόνι, το κεφάλι του ή το κορμί του.

Η χρεία μας μαθαίνει να πέσουμε με παράξενη συντροφιά. — Κουκουλώνομ' εδώ, όσο να ξεθυμάν' η αντάρα. Μπαίνει ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ τραγουδώντας και βαστώντας ένα φλασκί. ΣΤΕΦΑΝ. Εγλύτωσα τη θάλασσα, θα τελειώσω στη στερηά. Αυτός είν' ένας άσχημος σκοπός, για ξόδι. Καλά, ιδού η παρηγοριά μου. Ο ναύκληρος, ο δούλος του, Μ' εμέ και μ' άλλους δυο, Την Χρυσαυγή αγαπούσαμε, Την Φρόσω, την Μαριώ.

Μόνο λέγανε πάλι μια με την άλλη: «Πού να βρίσκεται ο καϋμένοςΚαλοκαίρι κι’ άνοιξη οι γυναικούλες, γυρίζοντας απ' τα χωράφια, μιλούσανε για τον τρελλό, που χάθηκε και κανένας δεν ξέρει πού να πήγε. .... Ένας χωρικός γύρισε με χρόνια από μακρυνή και πλούσια πολιτεία. Ο νεοφερμένος ιστορούσε στους συντοπίτες του μια παράξενη ιστορία. Την ιστορία ενός Προφήτη.

Τα παράξενα αντικείμενα που έβγαιναν διαρκώς στο φως μ' ανασκαφές δεν τ' άφιναν να γίνουν σκόνη ατά μουσεία για να τα βλέπη κανένας μπλαζέ διευθυντής και να τα βαριέται κανένας αστυφύλακας στενοχωρημένος από έλλειψη εγκλήματος· τα μεταχειρίζονταν στα μοτίβα για την παραγωγή νέας Τέχνης, που θα ήταν όχι απλώς ωραία αλλά και παράξενη.

Ένα πανηγύρι κάνανε στον ουρανό τα σμιγμένα χρώματα, σαν να καλούσανε όλες τις ψυχές στο γλυκό ξεφάντωμα. Ο Στρατής, με το κεφάλι σκυμμένο κάτω, δεν έβλεπε άλλο απ' το μουντό χώμα. Ένας λάκκος νεοσκαμμένος δίπλα σ' ένα περιβόλι τούφερε στα ρουθούνια μια μυρωδιά παράξενη απ' τα σπλάχνα της γης, που του φάνηκε γλυκειά σαν παρηγοριά και σαν κάλεσμα να πέση και να κοιμηθή έναν αξύπνητον ύπνο.

Εις εκείνας έλεγεν ότι η νύμφη της δεν τας θέλει να έρχωνται και ότι είνε μία παράξενη, μία ανάποδη... Εις ταύτην παρίστα ότι η μήτηρ της και αι αδελφαί της την εδυσφήμουν πάντοτε, και διά τούτο τας κατηράτο εξ όλης ψυχής. «Η λοχεμμέναις, η στερεμμέναις, η αχρόνιασταις. Αντί να χαρούν που 'μπήκε σε τέτοιο σπίτι η αδελφή τους, την εζηλοφθονούσαν...» κτλ.

Όσο για μένα δεν θα το δώσω σε κανένα, γιατί πεθαίνω. — Ω Παγγλώση, φώναξε ο Αγαθούλης, να μια παράξενη γενεαλογία! Δεν ήταν ο διάβολος ο πρώτος σπόρος της; — Καθόλου, απάντησε ο μέγας αυτός άνθρωπος.

Την παραμονή των Χριστουγέννων θα κρατής τούτο το χαρτί στο χέρι σου, θα τρέμης και θα το βρέχης με τα γλυκά σου δάκρυα. Θέλω, . . . πρέπει! . . . = Ω ευχαριστούμαι που έλαβα την απόφαση». Η Καρολίνα εν τούτοις είχε πέσει σε παράξενη κατάσταση.