United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο παλάτι γλίγωρα πλέον φέρτε τον, γιατί μονάχα τέτοια να βλέπουν και ν’ ακούν οι συγγενείς του τέτοια δεινά! τέτοια δεινά! θενά μπορέσουν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για το χατίρι των θεών, αφού με βγάζεις από τον φόβον που ένιωθα και καλός είσαι, σ’ εμέ που είμαι ο χειρότερος απ’ τους ανθρώπους, πίστεψε. Κάτι θα σου πω για το καλό σου. ΚΡΕΩΝ Τι θέλοντας παρακαλείς με τέτοιον τρόπο;

Έξυσε με το νύχι έναν λεκέ στο γιλέκο του, παρατηρώντας τον με προσοχή. «Άραγε με θέλει;» «Μα τι λέτεψέλλισε ο Έφις. «Μην είσαι τόσο σίγουρος! Ας μιλήσουμε όμως σοβαρά τώρα. Το σκέφτηκα καλά πριν το αποφασίσω. Αν θέλεις πίστεψέ με, το κάνω περισσότερο από χρέος παρά από καπρίτσιο. Τι περιμένω; Πού πάω; Στην ηλικία μου δεν ταιριάζει μια γυναίκα πολύ νέα. Αυτό όμως δεν έχει σημασία.

Τσακώνονταν και αρπάζονταν από τα ρούχα. — Έβγαλα το Σχολαρχείο, έλεγεν ένας μικρός στρογγυλοπρόσωπος οιακιστής, αφού τον χώρισαν από τον καυγά. Έβγαλα το Σχολαρχείο μα τι βγήκε! Νάαα! Ήρθα να καταταχτώ ναυτόπαιδας. Κι' έδοσε μια πλατειά μούτζα στο πρόσωπό του. — Ο εγγράματος! τον έκοψεν άλλος που δεν πίστεψε. Ξέρεις μωρέ να μας πεις με τι γράφονται τα γράμματα;

Θέλεις να πας στο δάσος να βρης τα χόρτα που χρειάζονται στην αρρώστεια μου; Δυο σκλάβοι που είναι δω, θα σε οδηγήσουν. Γνωρίζουν πού φυτρώνουν τα μαγικά βότανα. Ακολούθησέ τους. λοιπόν. Αδερφή, πίστεψέ με: αν σε στέλνω στο δάσος, το κάνω επειδή πρόκειται για τη ζωή μου και την ησυχία μου». Οι σκλάβοι την επήραν μαζύ τους.

Κι’ ουδέ κανένας βρίσκεται στον κόσμο, σαν εμένα.... — Πίστεψε, Γιάννο, πίστεψε, δεν αγαπώ κανένα! Κι’ ως τώρα δεν την έννοιωσα τη γλύκα της αγάπης, Γιατ’ έχω πέτρα την καρδιά και σίδερο τα στήθια... Φύγε από μένανε μακρυά, μη στέκεσαι μπροστά μου. Γιατί μου φέρουν συχασιά τα ερωτικά σου λόγια!

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Είπες ο κόσμος πίστεψε πως τον σκοτώσαν λησταί, και τώρα ο δούλος αν μας φανερώση πολλούς φονιάδες, τότ’ εγώ ο φονιάς δεν είμαι. Αν πη όμως πως καλόζωστος κάποιος διαβάτης τον σκότωσε, είναι φανερό πως εγώ θα ’μαι, που θα βαρύνη επάνω μου το μέγα κρίμα. ΙΟΚΑΣΤΗ Ξέρε όμως, πως τα λόγια του δεν θα γυρίση κι όσα είπε δεν θα τ’ αρνηθή. Αλλά μονάχη δεν είμ’ εγώ που τ’ άκουσα: η πόλις όλη.

Μπορεί να του είπαν λόγια, κ' εκείνος τα πίστεψε κ' επήρε τα μάτια του. Το χωριό μας χάλασε, μάννα μου! Τούτο συνετάραξε την μνήμην της γρηα-Κυρατσούς, ως το κατακαθισμένον κρασίον, και εθόλωσεν αίφνης τα βλέμμα της από οργήν. — Αυτή η γειτόνισσα, η ξηροκίτρινη! Έλεγεν η γραία. Καλά λες, παιδί μου! Καλά λες, κόρη μου! Το χωριό μας χάλασε πλεια. Μιλούσε πάντα μαζί της και εχασκογελούσεν.

Η καθαρέβουσα πίστεψε πως άμα μιλεί κανείς για σοβαρά ζητήματα, πρέπει αμέσως να κάνη και τον κατσούφη. Ουσία και ύφος δεν είναι ανάγκη να μοιάζουνε σε τέτοιο βαθμό. Διέστε τον Πλάτωνα πώς παίζει φιλοσοφώντας. Μα και στην Εβρώπη, που φοβούμαι και κατάλαβε τον Πλάτωνα κάπως καλήτερα παρά που τον καταλαβαίνουν ακόμη στην Αθήνα, δε βλέπω τέτοια μαχμουρλίκια.

Την είδες; ΦΛΕΡΗΣΉρθε και με βρήκε εχθές, ότι έφυγες. Μου είπε μάλιστα πως αν με ξανασυναντήση θα κάνη πως δε με γνωρίζει. Καταλαβαίνει τη θέση μου. Είναι γυναίκα μ' αισθήματα, γιατρέ. Πίστεψέ με. Δεν ξέρεις πόσο με συγκίνησε.... Από χθες έχω ένα βάρος στην καρδιά μου. Καταλαβαίνω πως της φέρθηκα άσχημα. ΜΙΣΤΡΑΣΠάει να πη την αγαπάς ακόμα. ΦΛΕΡΗΣΔεν στο κρύβω γιατρέ.

Ένας μακρινός συγγενής μου το κρατούσε το χτήμα. Κανένας δεν το πίστευε, σαν ξανάρθα, πως είμουν ο μικρός εκείνος ο Δήμος εγώ. Έτυχε καλός ο Καντής, και τον πίστεψε το χριστιανό που μαρτύρησε πως με γνωρίζει από το κουτσό μου το πόδι, που τόσπασπα στο μεγάλο το σεισμό. Κ' έτσι το πήρα το χτήμα. Το ξαναφύτεψα τ' αμπέλι. Το διόρθωσα το καλύβι. Όλα τα ίδια φαίνουνται σαν και τότες.