United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απάνω κάτου, έλεε, καλοπερνούμε, οι χριστιανοί απ' όλο τον κόσμο λατρεύουν τη Χάρη της, το μοναστήρι έχει μπόλικα μετόχια, εσοδεύει αρκετά, αλλά μας σακατεύουν τα έξοδα. Το μοναστήρι, να καταλάβης, εδώ είνε ένα είδος ξενώνας. Δε μας λείπουν τη βραδιά δέκα είκοσι διαβάτες. Απώ δω περνούν όλοι, εδώ τρων, εδώ κοιμούνται.

Και καθώς άλλοτες ο Ίλλος κι ο Βασιλίσκος τους έκαμναν όργανα της φιλοδοξίας τους, έτσι και τώρα ο αδερφός του Ζήνωνα ο Λογγίνος τους Ισαύρους σήκωσε για να πάρη το θρόνο που ο ίδιος ο Ζήνωνας του αρνήθηκε, ξέροντας τον τι πράμα είταν. Τους έβαλε κ' έκαμαν αληθινό πόλεμο μέσα στους δρόμους της Πρωτεύουσας. Κάηκε τότες όλο περίπου το ιπποδρόμιο, και κάμποσα άλλα μέρη της πόλης.

Δε μπορεί να νοιώση πώς γίνεται σ' ένα πανώριο σώμα να κατοική τόσο ξετσίπωτη ψυχή. Και όμως γίνεται, γέροντά μου, γίνεται. Και θα γίνεται όσο βαστάει ο κόσμος.... Σ' αυτό λοιπόν το σπίτι βρίσκεται σήμερα ο Άλταης ο Χαγάνος και βρίσκεται σε κακή διάθεση. Όχι σ' όλο το σπίτι παρά σ' ένα δωμάτιο. Απόξω φαίνεται γερό· μέσα όμως είνε χάλασμα το περισσότερο. Τα καλήτερα χωρίσματά του είνε ακατοίκητα.

Ζαλισμένη από την ανιαρή κ' εποικοδομητική κουβέντα εκείνων που δεν έχουνε μήτε το πνεύμα της υπερβολής μήτε το δαιμόνιο της ρομάντσας, κουρασμένη από τους νοήμονες που οι αναμνήσεις τους στηρίζονται πάντα στο μνημονικό και τα λόγια τους όλο και περιορίζονται από την πιθανότητα και κάθε ώρα και στιγμή ενδεχόμενο να επιβεβαιωθούν από τον πρώτον τυχόντα απλοϊκώτατον φιλισταίον, η Κοινωνία αργά ή γρήγορα θα γυρίση πίσω στον χαμένον οδηγό της, τον μορφωμένο και γόητα ψεύτη.

Για τούτο και βασιλεύει τόσο μέσα σ' όλο το μυθιστόρημα ο έρωτας, ο ανίκητος και βασανιστής, μα και δημιουργός, και τίποτε άλλο.

Κιανείς δεν κατέει. Όλο ανήμπορη κιαρρωσταρά νε. Δε μπορεί καλά καλά να σηκώση το σταμνί να πάη στη βρύση. Και με τη μάνα σου' νε στα μαχαίρια, μα είντα 'χουνε δε μπόρεσα να καταλάβω. Η μάνα σου δε θέλει να τη δη στα μάτια τση και λέει και κακά λόγια για την καϊμένη την κοπελιά. Μ' αυτή δεν ανοίγει το στόμα τση. Ποτέ δεν την ήκουσα να πη κακό για τη μάνα σου.

Πάτησαν το Μοναστήρι! Δεν το μάθατε! Βούιξε όλο το χωριό. — Πάτησαν το Μοναστήρι! Είπεν εκπεπληγμένος ο καπετάν-Θοδωρής, ως άνθρωπος του οποίου ωραίον όνειρον διέκοψε ξηρός κρότος ατακτούσης γαλής. — Εγώ όταν κατέβαινα από το κτήμα, επανέλαβεν η γειτόνισσα, είδα τον κόσμο που πήγαιναν ωπλισμένοι.

Ωστόσο του νεκρού η φωτιά να λαμπαδιάσει αργούσε· 192 τότε άλλο σκέφτηκε ο γοργός γιος του Πηλιά να κάνει. Στα ξύλα στέκοντας μπροστά, στους διο περικαλιέται ανέμουςΖέφυρο, Βοριάκι' ώρια σφαχτά τους τάζει· 195 κι' όλο μ' από χρυσό σταλιές τους ξόρκιζε ποτήρι ναρθούν, που η φλόγα τους νεκρούς να πιάσει χέρι χέρι και να φουντώσουν σύντομα τα στοιβασμένα ξύλα.

Τα σπάρτα τα πρόσχαρα όλο γελούσαν και όλο παιγνίδιζαν μες τις τρελλές ακτίνες κι' όλο πλουμίζονταν και καμάρωναν. Κ' οι καλαμιές λύγιζαν πάντα παιγνιδιάρες κ' ερωτικές και τώρα έσκυβαν· και καθρεφτίζοντο στα βασιλικά νερά και τώρα πάλι πεισμωμένες τίναζαν με νάζι τα κορμάκια τους και γελούσαν με τα γαργαλίσματα της αύρας.

Σαν νάμαι λες παρθένα και μπράτσα μεστωμένα παλληκαριού, πρώτη φορά να μ' ανεβάζουν από τα σφυρά όπου μ' εγγίζουν, σ' όλο το κορμί, τον πόθο του σφιξίματος και την ορμή των κυλισμάτων. Μια στιγμή αυτό το χάδι να βαστάξη και λυγμοί θε να με πιάσουνε και σπαραγμοί. . . Θα με τραντάξουν. . . ω! αυτοί οι γλυκασμοί!