Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Ήρθε ολότρεμη, δακρυσμένη, δεμένη η γλώσσα της, κ' έπεσε χάμου και στηθοδερνότανε σα μοιρολογίστρα. Μήτε λόγο η πλανταγμένη η Ασήμω. Σκυλοπνίγουνταν η ψυχή της μέσα σε λαβωμένης περηφάνειας φριχτή αγωνία. Μήτε φωνή, μήτ' αναστεναγμό δεν μπορούσε να βγάλη· παρ' αρπάζει τη μαγουλήκα της, το ρίχτει απάνω της, και πετιέται όξω.

Ολότρεμη αυτή, και σαν το πουλί μπρος στη γάτα αποσκιασμένη κι ασάλευτη, μήτε λόγο μήτε γογγητό δεν ξεστόμισε, παρά έπεσε λιγόθυμη στο κατώφλι της θύρας.

Φεύγει η Ιζόλδη και τρέχει έως το δωμάτιό της όπου η Βραγγίνα την πέρνει ολότρεμη στα χέρια της. Η Βασίλισσα της διηγείται την περιπέτεια. Η Βραγγίνα φωνάζει: «Ιζόλδη, κυρία μου, ο Θεός έκανε μεγάλο θαύμα για σας. Είναι πατέρας πονετικός και δε θέλει το κακό των αθώων

Αλλά μόλις αντίκρυσε το κρύο κύμα επισοπάτησε δισταχτική και ολότρεμη. Επλάκωσε τότε ο καπετάν Παλούμπας και άπλωσε τα χοντρόχερά του ν' αρπάξη τα χρυσά μαλλιά. Δεν επρόφτασε. Αντήχησε πάταγος κ' ετινάχθηκαν ξύλα και ανθρώποι στη θάλασσα, σαν να εξέσπασεν ηφαίστειο.

Κυττάζει κατάματα την κόρη της, τη σφίγγει στην αγκαλιά της, φιλεί την και ξορκίζει με ολότρεμη φωνή : — Σα θα γροικάς το βέλασμα και το κουδουνολάσι, μη μας ξεχάσης, θύγω μου. — Όχι, μάννα μ'!... όχι, μάννα μ'!... — Έλα, σώνει σου, γριά· αφ' την τώρα να πααίνουμε! ... φώναξε άξαφνα ο γαμπρός. Και τηράζοντας αντίκρυ έδειξε στη γυναίκα του ψηλά το διάσελο.

Εβιαζόταν να μάθη και τη δική του μοίρα, ν' ακούση του συρμάτου τη φωνή, αν θα λαλήση κλάγγασμα χαράς ή νεκροσήμασμα; Αλύπητα έσπρωξε τον κόσμο ζερβόδεξα, ανέβηκε δυοδυο τα σκαλιά, έφτασε με κόπο εμπρός στη θυρίδα κ' ερώτησε με ολότρεμη φωνή: — Για τον Αρχάγγελο... το μπάρκο... μην ακούσατε τίποτα ; — Τίποτα· του άπαντα ξερά ο τηλεγραφητής.

Γελούν λοιπόν και τ' άψυχα μαζί του; Έσκυψε με θυμό, άδραξε το κλειδί, τόβαλε στην κλειδαρότρυπα, άνοιξε. — Μητέρα! φώναξε με ολότρεμη φωνή. Έτρεξε στην κρεββατοκάμαρα, στη σάλα, στο δωμάτιό του, στο μαγεριό. Κατέβηκε τρεχάτος στο κατώι, έψαξε στην αυλή, στο κοτέτσι. — Μάννα! ξαναφώναξε δυνατώτερα. Πουθενά απόκριση. Τον έπιασε αποκαρωμάρα.

Να πάω να τους τα ξεμυστηρευτώ, πρι να τρέξουν και μας τουφεκίσουν και κανέν' άλλον Τούρκο και μας κατέβη τριπλή φουρτούνα. Έμεινε μονάχος του ο Δημήτρης. Πέρασε δεν πέρασε μιαν ώρα, και ροβολάει κατά την κάτω την άκρη του χωριού, τη Χριστιανική, ολότρεμη, σκιαγμένη, θειαφοκίτρινη η Ασήμω. Ό,τι ανέβηκε να μαζέψη στου Χουσεήνη, κι ακούστηκε στα μέρη της το δεύτερο το φονικό.

Και μόνον η ομίχλη αδιάφορη, ασυγκίνητη επίμενε να πυκνώνη τους ατμούς κρύους και να τυλίγη, να τυλίγη τα τόσα τέρατα που εβρυχόταν περίτρομα στους κόρφους της. Άξαφνα βλέπω κάτω και γνωρίζω ασημοστρωμένη τη θάλασσα. Μπουλούκι θαλασσοπούλια επέταξαν, λέγεις από την πλώρη μας, ετεντώθηκαν γραμμή ολότρεμη, εξύρισαν με το φτερό τα νερά, εχάθηκαν πέρα σαν μαύρο φείδι μακρύτατο που φεύγει τη φωτιά.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν