United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ενώ κύπτει προς αυτήν, η τεραστία μύτη διευθύνεται απειλητική προς τα ωραία μάτια. — Νομίζεις μου λέγει ο Σβούρος, ότι από αγάπην της κρυφομιλεί έτσι; — Αλλά; — Από ζήλεια για τα ωραία της μάτια. Και μετ' ολίγον: — Όταν θα κατέβουμε κάτω να θυμηθής να προσέξωμεν αν θάχη και τα δυο της μάτια αυτή η νόστιμη.

Μα για τούτο, διάολε, σου λέω και γω πως γούρμασε το κορίτσι· επρόσθεσε αμέσως με μαλακό θυμό. — Κι αν γούρμασε και τι; καιρός του δεν είνε; — Καιρός του· ποιος λέει όχι. Εσύ στα χρόνια του τάτρωγες τα ξυνόμηλα με το καλάθι. — Ουφ, ανάλατε! δε μαζώνεις, λέω, τη βρωμόγλωσσά σου. — Τώρα, βέβαια, βρωμόγλωσσα. Μα ήταν μια φορά νόστιμη και ξέρω ένα κορίτσι που τη λιμπίζονταν.

Δε θα γυρέβη στη γλώσσα μας διορισμούς ή ωγύγιους τύπους. Θα θέλη να ξέρη μόνο την αλήθεια, γιατί η αλήθεια βγαίνει πάντοτες ωραιότερη από κάθε φαντασία, όσο νόστιμη κι αν είναι η φαντασία. Χάρη στην αλήθεια, βλέπουμε και στην ψυχή μας μέσα και στων αλλωνών την ψυχή.

Περνώ από τη Λέσβο τη νύχτα, το φεγγάρι φέγγει στα νερά και τη Σαπφώ μου φαίνεται πως την ακούω. Στην Πόλη που πηγαίνω, είναι μια κόρη νόστιμη και λιγερή, που είναι από τα νησιά της Ιωνίας και τη λένε Σαπφώ. Όταν περνούσα τον Ελλήσποντο, τα ξημερώματα, ο νους μου στενοχωρημένος, σα φυλακισμένος, χτυπούσε παντού. Έλληνες ελεεινοί, σας σιχαίνουμαι! Μπαίνω στην Πόλη με ρωσικό πλοίο.

Πώς μια τόσο ωραία αιτία μπόρεσε να προκαλέση σε σας ένα τόσο αποτρόπαιο αποτέλεσμα; Ο Παγγλώσσης απάντησε ως εξής: — Ω αγαπημένε μου Αγαθούλη· έχεις γνωρίσει την Πακέττα, αυτή την νόστιμη ακόλουθο της σεβαστής μας βαρωνέσσας. Γεύτηκα στην αγκάλη της τις χαρές του παραδείσου, που μου φέραν αυτά τα δεινά της κόλασης, από τα οποία με βλέπετε φαγωμένον.

Το κατάφερα κ' έχω χαρά. Κρίμα που δεν είσαι πλάγι μου να σε δείξω μια βάρκα βαρκούλα μικρή που αρμενίζει αλάργα στο γιαλό. Τι νόστιμη, τι χαριτωμένη, τι μικρούτσικη μικρουλή που φαίνεται αλήθεια από δω απάνω στο βουνό! Μόλις τα μάτια σου την ξανοίγουν και μοιάζει σαν τιποτένια. Κι όμως, παιδάκι μου, μη φοβάσαι. Έφτειαξα μια βάρκα για σένα που δεν μπορεί φουρτούνα να τη χαλάση.

Η μήτηρ της όμως, με τους δύο προκύπτοντας και επικαμπείς οδόντας, ήτο το φόβητρον όλων των μικρών παιδίων. Από παραθύρου εις παράθυρον, περί την πρώτην αμφιλύκην της εσπέρας, συνήπτοντο πολλάκις διάλογοι οίος ο εξής μεταξύ νεαρών γυναικών, και ηδύνατο ο διαβάτης να τους ακούση·Γειτόνισσα! — Τι θέλεις; — Είδες την Γυφτοπούλαν; — Όχι. — Κρίμα! — Διατί; — Είνε τόσον νόστιμη! — Αστειεύεσαι!

Ύστερα βάζει να μ' επιδέσουν και με φέρνει αιχμάλωτο στη σκηνή του. Εκεί έπλενα τα λίγα πουκάμισα, που είχε, του μαγείρευα· μ' εύρισκε πολύ νόστιμη, πρέπει να το ομολογήσω, και δε θ' αρνηθώ, πως ήτανε κι' αυτός πολύ καλοφκιασμένος κ' είχε το δέρμα λευκό κ' απαλό. Αλλ' έξω απ' αυτά, λίγο πνεύμα, λίγη φιλοσοφία.

Ανέφερε δε και το εξής• Υπήρξε γυνή ανωτέρας τάξεως, η οποία κατά μεν τα άλλα ήτο νόστιμη και σεμνή, αλλά κοντή και κατωτέρα του μετρίου• εις εγκώμιον δε το οποίον της έπλεξε κάποιος ποιητής έλεγε μεταξύ των άλλων ότι ήτο μεγαλοπρεπής και την παρωμοίαζε κατά το ευθυτενές και το ύψος του αναστήματος προς αίγειρον.

Και δίχως μήτε στιγμή να χάση όταν καταστάλαξε στη διαλεγμένη του χώρα, καταπιάστηκε το μεγάλο του έργο, άρχισε να χαράζη τα σύνορα της νέας του Ρώμης. Είναι νόστιμη η παράδοση που μας το ιστορεί αυτό το σημάδεμα. Ξεκίνησε, λέει, πεζός, ακολουθώντας οι αυλικοί του, και με το κοντάρι του χάραζε τη γραμμή που έπρεπε να πάρουν τα καινούρια τα τειχίσματα.