Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Άμα έφθασαν εγγύς του ακρωτηρίου του αποτελούντος ένθεν την μίαν σιαγόνα του ακρωτηρίου του λιμένος, του κλειομένου υπό δύο ή τριών νησίδων ανατολικομεσημβρινώτερον, η νεαρά γυνή προσήλωσεν ατενώς το βλέμμα εις το βάθος του ορίζοντος, ως να ήθελε να ίδη απώτερον και ευκρινέστερον ή όσον επέτρεπε το ωχρόν φέγγος της σελήνης. — Να ιδώ εκεί πέρα, κ' ύστερα γυρίζουμε, είπε. Κ' εστέναξεν,

Η νεαρά γυνή ήτο επί του εξώστου της οικίας, την οποίαν είχεν ενοικιάσει όπως δεχθή αυτήν ο σύζυγός της, πρεσβύτης πεντήκοντα και τριών ετών, οικίας κειμένης παρά τον αιγιαλόν, εντός και εκτός του κύματος, κατά την πλημμύραν την οποίαν θα έφερεν ο νότος ή την άμπωτιν την οποίαν θα επροξένει ο βορράς.

Αι! να σου ειπώ: διέκοψεν αυτήν ο κερδοσκόπος, και η φωνή του κατέστη έτι τραχυτέρα· κλαίε, αν θέλεις, και σου προξενεί ευχαρίστησιν, αλλ' άφησε τας συμβουλάς και τας νουθεσίας, διότι μου πειράζουν τα νεύρα. — Σου πειράζουν τα νεύρα! ανέκραξεν η νεαρά γυνή, και η μορφή αυτής επορφυρώθη, και η φωνή της έτρεμεν εξ αγανακτήσεως.

Αι δρυάδες, αι νύμφαι των δασών, τας οποίας αυτή ίσως επεκαλείτο εις τας μαγείας της, την επροστάτευσαν, ετύφλωσαν τους διώκτας της, έρριψαν πρασινωπήν αχλύν, χλοερόν σκότος, εις τους οφθαλμούς τωνκαι δεν την είδον. Η νεαρά γυνή εσώθη από τους όνυχάς των.

Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν, είτε όχι την φωνήν της κατσίκαςμάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς . . . — είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου . . . Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατά μου εκάμφθησαν.

Φαίνεται ότι είχε γνωσθή ανά την χώραν, την πέραν του Ιορδάνου, ότι ο καιρός της αναχωρήσεώς Του επλησίαζε· και εν συνειδήσει ίσως των λόγων τους οποίους αρτίως είχεν εκφέρει, πατέρες και μητέρες και οικείοι έφερον προς Αυτόν τους καρπούς των ιερών δεσμών, νεαρά παιδία και βρέφη, με σκοπόν να τα επιψαύση και να τα ευχηθή.

Ή πώς αλλέως; Λέγει δε αυτός ότι όλα τα νεαρά, διά να ειπούμεν ούτω πως, και με τα σώματα και με τας φωνάς δεν ημπορούν να ησυχάζουν, αλλά ζητούν πάντοτε να κινούνται και να φωνάζουν, και άλλα μεν πηδούν και σκιρτούν, ως να χορεύουν ηδονικώς και να παίζουν, άλλα δε φωνάζουν όλας τας φωνάς.

Η νεαρά γυνή εστάθη επ' ολίγον σύννους, μετά τινα δε λεπτά μετέβη εις τον κοιτώνα της και κατεκλίθη. Η κεφαλή της έκαιε . . . Μετά έν τέταρτον ώρας ηκούσθησαν τα βήματα του συζύγου, όστις εισήλθεν εις τον κοιτώνα. — Τι έχεις, Αρσινόη; ηρώτησεν ανήσυχος. Αιφνίδιος κεφαλόπονος, Άγγελε. Δεν είνε τίποτε. Ο σύζυγος έψαυσε το μέτωπόν της. — Το κεφάλι σου καίει, είπε. Αναπαύσου, θα σου κάμω συντροφιάν.

Δος μου την υπόσχεσιν να μη μ' ερωτήσης πλέον, τις είμαι, μήτε να προσπαθήσης καν να το μάθης μόνη σου. Την υπόσχεσιν αυτήν σου ζητώ χάριν της αγάπης μας, χάριν σου της ιδίας, χάριν της ευτυχίας και των δύο μας. Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς, τους οποίους πολλάκις διέκοψαν γλυκύτερα αυτών φιλήματα, δεν κατώρθωσε να αντιστή, η νεαρά νύμφη.

Λοιπόν εκείνην την πρωίαν Σαββάτου, περί τας αρχάς Μαΐου, καθώς ηνοίχθη η πόρτα, και εισήλθεν η Ευανθία, η νεαρά διδασκάλισσα, δεν επέρασαν δύο λεπτά, και η μικρή ακόλουθός της, το Ουρανιώ, αφήκε βαθείαν κραυγήν εκπλήξεως·Κυρία! Κυρία! — Τι είνε; — Ιδέτ' εδώ!... έλα να ιδής. Η νεάνις έκαμε τρία βήματα προς το μέρος όπου την εκάλει η παιδίσκη.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν