United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νάρθω κ' εγώ και να σε ιδώ, και να σε κουβεντιάσω. — Εγώ Πασσά μ' δεν κάκιωσα, εγώ, Πασσά μ' δεν ξέρω Πώς στρώνονται τα στρώμματα, πώς βάνουν τα στρωσίδια. Γιατ' είμαι τσιούπρ' απ' τα μανδριά και μόν' και μόν' γνωρίζω, Να βόσκω αρνιά και πρόβατα, το γάλα τους να αρμέγω. Να πλέχω χοντροτσούρεπα, να φκιάνω και γιαγούρτι. Κυτάζω τον κατήφορο.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ Κύριε, ήρθε ο κύριος κόμης και κρατεί από το χέρι μια κυρία. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ω! Θεέ μου! κ' έχω ακόμη μερικές παραγγελίες! Πες τους πως θα γυρίσω αμέσως. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Ο κύριος είπε πως θα γυρίση αμέσως. ΔΟΡΑΝΤ Πολύ καλά. ΔΟΡΙΜΕΝΗ Δεν ξαίρω, κύριε Δοράντ· αυτό που κάνω μου φαίνεται πολύ παράξενο πράγμα· νάρθω μαζί σας σ' ένα σπίτι που δε γνωρίζω κανένα.

Μην τα ρωτάς, αδερφέ είχα μια δουλειά να τελειώσω, μα ούτε τη δουλειά μου έκαμα κ' ενυχτώθηκα· θα νάρθωτο κονάκι απόψε. — Καλώς νάρθης. Ο Δημήτρης ήτο καταμόναχος· ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε γονείς είχε. Ήτο ξένος χωρικός, εγκατασταθείς προ πολλού χρόνου εις την κωμόπολιν· εκάθητο μόνος εις μικρόν χαμόσπιτον, υπηρετών αυτός εαυτόν κατά το δείπνον, ως ασκητής.

Και κάθε τόσο μνήσκο και βάνω προσοχή· Μου φαίνεται ν' ακούω, κυρά, να μου μιλής, Οπίσω να με κράζης, ναρθώ με προσκαλείς. Της φαντασίας είναι παιγνίδια όλα αυτά, Κι' ορέγεται ο Έρως μ' αυτή να μ' απατά.

Αν είμαι νευρικός ακόμα, αν δε σε κρατώ μαζή μου, αν σου φάνηκα, τόσο κακός, είναι γιατί από στιγμή σε στιγμή περιμένω την κόρη μου. Λέλα, καλή μου Λέλα, αν ήξερες .. . ΛΕΛΑΠριν έρθω εδώ επάνω, μάθε το Τάσσο, ήξερα πως η Δώρα δεν είναι μαζή σου. Την είδα, μου τη δείξανε μέσα στη βάρκα. Η βάρκα ήρθε κοντά στη ξηρά και πάλι μάκρυνε προς το πέλαγος. Βρήκα τη στιγμή για νάρθω επάνω.

«Όμως λογάριαζα κ' εγώ νάρθω τη νύκτ' απόψε, »μα το γλυκό τον Έρωτα, μαζί μ' άλλους μου φίλους, »κρύβοντας μέσ' στον κόρφο μου γλυκόμηλα του Βάκχου »κ' ένα στεφάνι ολόγυρα στην κεφαλή φορώντας, «στεφάνι λεύκας, ιερό κλωνάρι του Ηρακλέους, «στεφάνι καταστόλιστο με κόκκινες κορδέλλεςΠες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

ΦΙΝΤΗΣ Όταν έμαθα ύστερ' από τόσα χρόνια, κατά τύχη μια μέρα, σε ποιο μέρος βρισκόσουνα και πως είχες καταντήσει, — ένας εργάτης, ένας χαμάλης, — άκουσα μέσα μου μια φωνή που μου έλεγε πως δεν έπρεπε τόνομά μου να σέρνεται στη φτωχολογιά των δρόμων από το παιδί μου. Για την κοινωνική μου υπόληψη δεν το ήθελα. ΣΤΑΥΡΟΣ Αυτό σας έκαμε να μου μηνύσετε νάρθω; Δεν το είχα σκεφτεί.

Και πάλι κίνησα ναρθώ, Χριστέ μου, στην αυλή σου, να σκύψω στα κατώφλια σου τα τρισαγαπημένα, οπού με πόθο αχόρταγο το λαχταρεί η ψυχή μου. Η σάρκα μου αναγάλλιασε σιμά σου κ' η καρδιά μου. Το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη, να βάλουν τα πουλάκια τους τα δόλια να πλαγιάσουν, τον ιερό σου το βωμό, αθάνατε Χριστέ μου.

Οι παίδες έξω εις την πλατείαν ιδόντες αυτόν εν τη σκοτία της νυκτός ήρχισαν εν χορώ: Φώτο-σβέστη! Φώτο-σβέστη! — Ακόμα 'λίγο ναρθώ μονάχη μου! Είπεν η κυρά Μανωλάκαινα, όλη χρυσή και ωραία, αναμένουσα προ τόσης ώρας τον σύζυγόν της, ίνα την οδηγήση εις τον ναόν.

Μα μητέρα, ήτον αδύνατον νάρθω. Ήμουν καλεσμένος εις ένα γάμο. Και νόμιζα ότι θα ετελειώναμεν πειό νωρίς. Πες τα μας. Σε ποιο γάμο; γνωστόν μας; Καλέ είσαι βρεγμένος! Κ ώ σ τ ας. Ναι, έβρεξε στη μία Κα Μ ε μ ιδώ φ. Κ ώ σ τ α ς. Μην ανησυχής μητέρα, δεν είναι φόβος να κρυώσω, μ' αυτή τη ζέστη. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα να λεκιάσης το φράκο σου, ναι! Βγάλτο να σου το σκουπίσω.