Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Τη μάννα εγώ περικαλώ, καθώς κι' αφτή το νιώθει, νάναι καλή και μαλακιά με τον πατέρα Δία, μην πιάσει τα μαλώματα ξανά, και μας χαλάσει κι' εμάς το φαγοπότι μας. Γιατί μπορεί, σα θέλει, 580 να μας πετάξει απ' τα θρονιά ο κεραβνοτινάχτης του Κρόνου γιός· τι είναι πολύ πιο δυνατός απ' όλους. Μα εσύ με λόγια μαλακά καλόπιανέ τον, μάννα, και τότε εφτύς πονετικό θαν τόνε δεις μαζί μας

Νά κ’ εμένα που με βλέπεις τόση κι άλλη τόση, τα ίδια δεν τράβηξα το πρώτο χρόνο της παντρειάς μου ; θα πης πως δεν έκανα παιδιά! Ξορκισμένα νάναι ! Άμα έχης τον άντρα σου, τι άλλο θέλεις ; για μπελά μόνο; . . . Κ’ εσύ, Λιόλια, το νου σου ! να κυττάς τη Βεργινία που την είχα σαν παιδί μου- προσεχτική και πρόθυμη σαν κορίτσι του σπιτιού.

Αλλά δεν υπάρχει ιδανικό που το θέλγητρό του νάναι ακίνδυνο, κ' εν τούτοις δεν θα μπορούσε ν' αφαιρέση κανείς το ιδεώδες από την ζωή χωρίς να την καταδικάση στην χυδαιότητα ή στη ζοφερή απελπισία.

Να ξανασάνη η αργατειά, κι' η ώμορφαις θερίστραις Να βγάλουν τα μαντήλια τους να δείξουν τοις θωριαίς τους, Να ταις γνωρίσω από μακρυά, να ιδώ πού νάναι η Πούλια Η Πούλια η αγάπη μου με τα γλυκά τα μάτια· Να καρτερέσω ολημερίς, ως που να πάρ' η νύχτα, Να πάητην βρύσι για νερό, 'ς την αργατειά να φέρη, Να την ευρώ κατάστρατα να την γλυκοφιλήσω, Και να της 'πω τον πόνο μου, τον πόνο της καρδιάς μου.

Αν έχει πεθάνει, σχωρεμένος νάναι, κι' άγιο το χώμα του, πούναι πεσμένος, αλλ' αν ζη και λησμόνησε τη γυναίκα τουεσένα, παιδί μου, δε σε ξέρει, αν ήρθες στον κόσμοκαι λησμόνησε το σπίτι του, τα υπάρχοντά του, το Χωριό του, την πατρίδα του, από το Θεό να το βρη, με την αδικία που μας έχει κάνει των δυονών μας! Άρχισε να κλαίη.

Απ' το παλάτι ξέμακρα να ξαποστάσουν στέκουν Και ρίχνουν κλήρο και λαχνό, 'ς όποιον απ' όλους πέση, Γυναίκα του η βασίλισσα σκλάβοι του οι άλλοι νάναι. Κ' ένας μικρός και πλειο ώμορφος πετιέται και φωνάζει: — Σταθήτε, 'ς έναν μοναχά η βασίλισσα δεν πρέπει.

Κάτω από το μεγάλο πεύκο, ο Τριστάνος, στηριγμένος στο μαρμάρινο χείλος της λίμνης, θρηνούσε: — Ας με λυπηθή ο Θεός κι' ας επανορθώση τη μεγάλη αδικία που μου κάνει ο αγαπητός μου κύριος! Όταν πέρασε το φράχτη του κήπου, ο Βασιληάς είπε γελώντας: — Ωραίε ανηψιέ, ευλογημένη νάναι αυτή η ώρα. Να, το μακρυνό ταξίδι που ετοίμαζες γι' αύριο πρωί, τελείωσε κι' όλα.

Καταραμένη νάναι η μέρα που γεννήθηκα, καταραμένη η μέρα που μπήκα σ' αυτό το καράβι! Ιζόλδη, φίλη, και σεις, Τριστάνε, το θάνατό σας ήπιατε!» ... Και πάλι το καράβι αρμένιζε για το Τινταγκέλ.

Τα χείλη του Ησαΐα Αραχνιασμένα και βουβάτον ύπνο τους σπαράζουν Και μουρμουρίζουνε βραχνά: — » Αφωρεσμένος νάναι» ... Έφτυσεν αίμα καταγής του Παπαγιάννη η γλώσσα Κι' ανταποκρίθηκε κι' αυτή: — » Αμήν... αφωρεσμένος.» — Εχάθηκ' ο διαλαλητής... ανατριχύλα... τρόμος. Μηρμύγκιαζε η Αρβανιτιά. Τάλογο του Βριόνη Τους διαχωρίζει εδώ κ' εκεί και τους δαγκάει την πλάτη. Σαλάγα τους Ομέρπασα!

Τέτοια πράμματα, συμπεθέρα! τόσα χρόνια παλαίβω με τα κλαριά και με τα κοτρόνια, και ούτε μια δεκάρα δε βρέθηκε. Νάναι κανένας στραβός, βρίσκει. Εγώ με δυο μάτιατέτοια πράμματα, συμπεθέρα! Η Μιλάχρω τον παρετήρει τον άνδρα της με βλέμμα λαίμαργον. Η κόρη του η άμοιρος εσήκωσε τα μάτια της βουρκωμένα, θαρρούσα να ίδη τον τενεκέ με τα φλωρία. Πρώτην φοράν και αι δύο ήκουον αυτήν την διάδοσιν.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν