Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Δεν το στολίζει μέσα πια το φτωχικό σπιτάκι της άμοιρης Χρηστίτσας, αγνή σαν του Επιτάφιου τα κρίνα, η παρθενιά η αγγελική της λατρεφτής της κόρης. Δεν τομορφίζει τόρα πια η ζηλεφτή της προκοπή και η περίσσια χάρη της.
Επώλησες ό,τι είχαμεν, και αυτά τα ολίγα μου κοσμήματα, και αυτόν τον μικρόν σταυρόν της κόρης μας, διά να αγοράσης μετοχάς, διά να παίξης εις το χαρτοπαίγνιον, διότι τι άλλο τέλος πάντων είνε αυτό το εμπόριον παρά χαρτοπαίγνιον!
Και διασκελίσας τον ουδόν, χωρίς να δώση καιρόν εις την μητέρα του όπως απομακρυνθή και τω αφήση ελευθέραν την δίοδον, εισήλθεν όπως βεβαιωθή. Εντούτοις μάταιον το κίνημα, η Αϊμά δεν ήτο εν τη καλύβη. Ο Μάχτος συνέλαβεν άλλην τινά ελπίδα. — Μην κοιμάται; είπε. Και έρριψεν εις τον κοιτώνα της κόρης το δειλότατον και αιδημονέστατον βλέμμα, όπερ εξήλθέ ποτε εκ των οφθαλμών νεαρού Αθιγγάνου.
Ιδέτε τα και ζητήστε τους συγγενήδες της κόρης, ανίσως και δειχτή ποτέ πως ταιριάζει για γυναίκα του Δάφνη. Αυτό μήτε ο Δρύαντας το είπε στο βρόντο, μήτε ο Διονυσιοφάνης τάκουσε μ' αδιαφορία, παρά αφού εκοίταξε το Δάφνη και τον είδε να χάνη το χρώμα του και να κρυφαναδακρυώνη, γλήγορα εκατάλαβε τον έρωτά του.
— Αλλά να το φυλάξετε μυστικό, παιδιά μου. Εγώ θα σας πω πότες. Παρεκάλεσεν ο κυρ-Δημάκης. Και είδεν ευχαρίστως τότε ότι αι προς αυτόν, τον ξένον και έρημον, περιποιήσεις μητρός και κόρης, ηύξησαν, ως ήτο φυσικόν, εις το έπακρον. Του έπλυνον, του εμαγείρευον, του έστρωνον. Και μάννα και κόρη το είχον κρυφήν χαράν το μυστικόν των.
— Φύγε απ' ομπρός μου! είπεν η Μαργή ωχριάσασα και οπισθοδρομούσα. — Πε μου «ώρα καλή» να σ' αφήσω να περάσης. — Φύγε, λέω, να μη με κριματίσης κ' έρχομαι απού το ξαγόρεμμα, επανέλαβεν η κόρη με ταραχήν μεγαλειτέραν. Ο Πατούχας έσκυψεν εις τρόπον ώστε η φλογερά πνοή του ερρίπισε το πρόσωπον της κόρης. — Κ' είπες το του παπά πως σ' αγαπώ; εψιθύρισε.
Συνενώσασα το ιλαρώτατον βλέμμα της μετά του γλυκυτάτου μειδιάματός της και των τρυφερωτάτων της λόγων, παρεκάλεσε τον θείον γόητα να μαντεύση εις τον πατέρα της πτωχής κόρης ό,τι απαισιώτερον περί της τύχης και του μέλλοντος της θυγατρός του, και να είπη προς αυτόν, ότι δεν ηδύνατο άλλως να αποτρέψη της κεφαλής του όσας συμφοράς παρεσκεύαζεν εις αυτόν η δυσοίωνος κόρη, ή εκθέτων αυτήν εις βοράν των θηρίων.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Εγώ μεθ' όλου του στρατεύματος θα τελέσωμεν της κόρης μας τους γάμους. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και εγώ πού θα ήμαι; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Συ να επιστρέψης εις το Άργος, διά να φροντίζης περί των άλλων θυγατέρων μας. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ν' αφήσω εδώ την κόρην μου ; Και ποίος θα κρατή την λαμπάδα του γάμου ; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Εγώ, ο πατήρ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Αυτό δεν επιτρέπεται. Μη λέγης άτοπα.
— Καλά, τρεχάτε να πάρτε τα σχαρίκια, απάνω στης Αναγκιάς, να το πήτε της Χ... και της κόρης της, είπεν ο πορτάρης, αφού οι δύο αγροδίαιτοι νέοι είπαν και ξαναείπαν την είδησιν, και αυτός μόλις εκατάλαβε τι ήθελον να είπουν. Η γρηά Κομνιανάκαινα είχε χώσει την ρόκα υπό την τραχηλιάν της, κ' εποδάρωσε κ' έτρεξεν απνευστί προς την επάνω συνοικίαν.
Οι δύο νέοι, ο Άγγελος και ο Φωκίων, αν και ανόμοιοι τον χαρακτήρα, ήσαν φίλοι, συνηντώντο δε συχνά και εις την οικίαν της Αρσινόης, καλής, ωραίας, νοήμονος κόρης και νύμφης επιζήλου. Συχναί ήσαν αι συναναστροφαί μεταξύ πατρός, θυγατρός και των δύο νέων, ενώ δε ο Φωκίων δεν έπαυε χαριεντιζόμενος και σπείρων την ευθυμίαν. ο Άγγελος ωμίλει ολίγα και σχεδόν σοβαρά πάντοτε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν