United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε και όλοι από καρδιάς γελάσαν οι μνηστήρες, και, χάριςτον Τηλέμαχον, ημέρωσ' η οργή τους. και ο χοιροτρόφος πέρασε κ' εστήθη του Οδυσσέα εμπρός και το τόξ' έβαλετα χέρια του γενναίου, και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 380 «Προστάζει σε ο Τηλέμαχος, φρόνιμη Ευρύκλεια, τώρα τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσης των μεγάρων· και αν ακουσθή βόγγος ανδρών και κτύπος εις το δώμα, ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή κανένας έξω, αλλ' αυτούτα έργα τους σιγά καθείς να μείνη». 385

Κέφι που τώχεις, ευλογημένε! έλεγεν η κυρά Μαριώ, νανουρίζουσα ηρέμα το βρέφος της, — διότι είχε και βρέφος η ευλογημένη. — Κέφι που τώχεις! Δεν πέφτεις να πλαγιάσης, που είσαι κουρασμένος, μόνον κάθεσαι και. . . . Κτύπος δυνατός εις την εξώθυραν διέκοψε της Δημήτραινας την φράσιν και του Δημήτρη την μουσικήν. — Ποιος νάνε τέτοια ώρα! είπεν ούτος, αποθέτων το όργανον του και εγειρόμενος.

Θα μου λείψης· όμως πρέπει να λάβης την ελευθερία σου. — Έτσι, έτσι. — Τρέχα στο βασιλικό καράβι, αόρατος καθώς είσαι: εκεί θάβρης τους ναύταις αποκοιμημένους αποκάτου από το κατάστρωμα· αφού ξυπνήσης τον καραβοκύρη και τον πλωρήτη, σπρώξε τους εδώ, κ' ευθύς, παρακαλώ σε. ΑΡΙΕΛ. Καταπίνω τον αέρα μπροστά μου, και θα είμαι γυρισμένος πριχού ο κτύπος του σφυγμού σου δευτερωθή.

Είπε, το μέγα λάβωμα ξυγύμνωσε απ' τα ράκη, κ' εκείνοι, αφού θεώρησαν και απ' όλα ελάβαν γνώσι, 'ς ταις αγκαλιαίς των έσφιξαν τον θείον Οδυσσέα, έκλαιαν και την κεφαλή του εφίλουν και τους ώμους· τα χέρια και ταις κεφαλαίς τους φίλησε κ' εκείνος. 225 και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, αλλά τους ξέκοψεν αυτός και προς εκείνους είπε· «Από τους θρήνους παύσετε, μη βγη και σας νοήση κάποιος από το μέγαρο και μέσα τ' αναφέρη. εμπήτε τώρ', αλλ' όχι ομού, πρώτος εγώ, κατόπι 230 ανάρηα σεις· και ας διορισθή το ακόλουθο σημάδι· οπόταν όλ' οι θαυμαστοί μνηστήρες θα φωνάζουντα χέρια μου να μη δοθούν το τόξο κ' η φαρέτρα, θεί' Εύμαιε, το δώμα συ διάβαινε και φέρε το τόξον εις τα χέρια μου, και πρόσταξε ταις κόραις 235 τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσουν των μεγάρων, και αν ακουσθή βόγγος ανδρών ή κτύπος εις το δώμα, ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή καμμία έξω, αλλ' αυτούτα έργα τους σιγά να μείνουν όλαις. κ' εις σε την θύρα της αυλής λέγω, Φιλοίτιε θείε, 240 με κλείθρο και κομπόδεμα προσεκτικά να κλείσης».

Δεν έχει φόβον, και αν μας ακούσουν δεν βλάπτει, θα νομίσουν ότι σκάπτω διά πότισμα. Εξηκολούθησεν ο γέρων, ήρχισα δε κ' εγώ αντικρύ του με την αξίνην μου ν' ανοίγω τον λάκκον. Αλλ' ενώ οι βραχίονές μου ανέβαινον και κατέβαινον μία φωνή τρυφερά μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου•― «Λουκή, γλύτωσέ μεΠας της αξίνης κτύπος μου έλεγε δι' εκείνης της φωνής: «Λουκή, Λουκή

Καθώς έσκυψεν η παιδίσκη, εστηρίχθη όλη, με το βάρος του σώματος επί της αριστεράς χειρός, επάνω εις αυτήν την σανίδα, εγλίστρησεν, η σανίς ενέδωκεν, εξεκόλλησεν από την μίαν άκραν, και η Ξενούλα έπεσε κατακέφαλα μέσα εις το χάσκον στόμα του φρέατος. Ηκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, και είτα μέγας πλαταγισμός εις το ύδωρ.