Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Σε λίγο ξανακάθεται σε μια σκάλα, Βγαίνει από το αρχοντικό μια κοπέλλα καθαροντυμένη, πεταχτή.

Τα μάτια της κυττάζανε τα δικά του και τα μάτια τους λέγανε λόγια αγάπης. Ο φιλόσοφος έγυρε τότε το άσπρο του κεφάλι απάνω στα γυμνά στήθη της κοπέλλας. Μα η καρδιά της δε κτυπούσε. Μόνο το στήθος ανεβοκατέβαινε σιγά σαν ελαφρό κυματάκι. Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται, γιατί ποτέ του δεν είχε γνωρίσει τη ζωή και την αγάπη. Η κοπέλλα τότε έσκυψε αποπάνω του.

Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κεφάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρίνησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα, κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.

Και ποιος; ο Ζώης ο Περήφανος, το ζηλευτό παλληκάρι, που θα το είχε τιμή και ευτυχία της να τον πάρη άλλη κοπέλλα . . . «Χοίρος είμ' εγώ; Να, λοιπό, να σου κρεμάσω το ζώο στην πόρτα σου, να μου θυμάσαι! μια για πάντα' είσ' εσύ κακή, να γενώ και εγώ πιο κακός από σένα . . .»

Και της έδειξε δύο χριστόψωμα. — Εκύτταξε η γρηά την κοπέλλα με το μακάριο της χαμόγελο. — Τα παίρνω, κόρη μου, για τα παιδιά. Η ευκή μου μαζή σου . . . Η κόρη εσυγκινήθηκε κ' έφυγε . . . Η γρηά εσηκώθηκε.

Είνε κι ο αποξύστης μας, Κωσταντή, κ' έχει κι αυτό να πη. Τριώ μηνών τηνέ βύζανα σάνε συχωρέθηκε ο μακαρίτης ο κύρης σου. Και γύρισε και μου είπε ο καημένοςΔέσπω, η Αρετούλα στα χέρια σου. Και σφάληξε τα μάτια του και πια δεν τα ξανάνοιξε. Το θυμάσαι. Δώδεκα χρονών αγώρι σ' είχα τότες. Πέρασαν τα χρόνια και φύγανε. Μεγάλωσαν τα παιδιά μου, κ' η Αρετούλα μας έγινε κοπέλλα κι αυτή.

Μια και μονάχη κοπέλλα απόμενε στου Πανάγου τα δέντρα, να μαζώξη ταπομεινάρια, πρι να σημάνη Σπερνός. Δεν είχε και σπιτικό να πολυνοιαστή η λυγερή μας Παραμυθιώτισσα.

Δεν ξέρετε, κυρία Λέλα, τι παράξενο κορίτσι που είναι.. Δεν εννοεί να ξεκολλήση από κοντά μου. Τρέχει αποπίσω μου. ΛΕΛΑΘα είναι πια μεγάλη κοπέλλα! Φαντάζομαι πως θα την καμαρώνετε. ΦΛΕΡΗΣΚλείνει τα δεκαπέντε τον Σεπτέμβριο. ΛΕΛΑΤόσο πολύ. Την έλεγα μικρότερη. ΛΕΛΑΔεν ήτανε ανάγκη νάρθη αυτός ο γέρος για να μου θυμίση να φύγω. Δεν είχα κανένα σκοπό να μείνω περισσότερο. Άκουσε, Τάσσο.

Αν τα δη αυτά κανένας ολότελα ξένος, θα πη πως ή τρελλάθηκε το κορίτσι, ή ρούχα δεν είχε να βάλη, κ' έβαλε ό,τι βρέθηκε. Εμείς τότες θα του πούμε πως μήτε τόνα είνε μήτε τάλλο. Την κοπέλλα την πήρε το ρέμα της μόδας. Η μόδα αλλού αλλάζει με τη μέρα, αλλού με το μήνα, κι αλλού με το χρόνο. Κάποτες από την κορφή ως τα νύχια, και κάποτες χτυπάει από δω κι από κει. Τι να σου κάμη το κορίτσι!

Στον ύπνο μου έβλεπα, μάννα μαννούλα μου, πως ήρθε ξένος άνθρωπος που με κύτταξεν άγρια πολύ κι' ύστερα μου φόρεσε στο λαιμό μια κόκκινη κορδέλλα. — Μόσκω Μοσκούλα, περίμενε να δώση ο ήλιος και θάρθ' η ξανθή κοπέλλα της κυράς να σου φέρη στην ποδιά της τ' άγριο τριφύλλι.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν