United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καμμιά φορά μάλιστα δεν επρομηθεύετο κρέας, αναμένων τον κολλήγαν του. — Δεν μπορεί, έλεγε, θ' άκαμε καμμιά ζημιά αυταίς ταις ημέραις. Δεν μπορεί! Αλλά και ο πονηρός ποιμήν, ο Κομποδήμος, είχε σπουδάσει καλά τον κολλήγαν του.

Τότε πλέον καθησύχασεν ολοτελώς ο Κομποδήμος, εγέλασεν υπό την σκοτεινήν κατσούλαν της κάπας του και είπε: — Πού θα πάαινες, κολλήγα, που σε περιμένει το γουρνόπουλο; Να ιδής του βλουημένου, τετράπαχου! Τώσφαξα, του μάδ' σα, του παραγέμισι η κουμπάρα. Να ιδής! Και εκρότει ο ποιμήν τα τραχέα χείλη του ως να εγεύετο ήδη το τρυφερόν του γαλαθηνού χοιριδίου κρέας.

Και το είχε φέρει ο κολλήγας του προ μιας ημέρας, ο Κομποδήμος, εμφανισθείς πρωί-πρωί φορτωμένος με ένα σακκάκι δεμένον επάνω καλά περί τον λαιμόν. — Γεια-χαρά σας! εφώνησεν ο Κομποδήμος με την έρρινον οξείαν φωνήν του, ηχούσαν ως γκάιδας ήχον. Και απέθεσε το σακκάκι με προσοχήν εις τα σανίδια του πατώματος.

Νά, από 'δω θα έκαμεν ο κολλήγας μου, είπεν ο ποιμήν προς τους πέντε άλλους, δεικνύων μεγάλα ίχνη επί της χιόνος. Ο ποιμήν ούτος ήτο ο Κομποδήμος, ο κολλήγας του Μπάρμπα-Σταύρου, εις αναζήτησιν του οποίου μετέβαινε μετά των πέντε άλλων ναυτικών. Και οι έξ ηκολούθουν τα ίχνη τα υποδειχθέντα, τα μόνα προς εκείνο το μέρος όπου έκειτο ο ελαιών του Μπάρμπα-Σταύρου.

Μειδίαμα ελαφρόν διήλθεν από το κάτωχρον του Μπάρμπα-Σταύρου πρόσωπον προς το άκουσμα τούτο. Πλην τα χείλη του ήσαν κλειστά ακόμα. — Τι κάνουμε, παιδιά; ηρώτησεν ο ποιμήν, υπόδρα βλέπων την μποτιλίτσα μετά υπόλοιπον του ρωμίου, ως τέσσαρα δάκτυλα. — Να πηγαίνουμε! Προσέθηκεν επιτακτικώς ο Κομποδήμος.

Ο Μπάρμπα Σταύρος ήρχισε να κόπτη φέταις μετά προσοχής, τοποθετηθείς εγγύς της τραπέζης, προς ην κατέναντι επλησίασε και εκάθησεν ο Κομποδήμος με ημικλείστους τους οφθαλμούς του, έχων ανάγκην ύπνου μάλλον ή τροφής· η δε Κρατήρα απήλθεν εις το εγγύς μικρόν δωμάτιον, όπου είχεν εξασφαλίσει αφ' εσπέρας το χοιρίδιον, μόλις το είχε φέρει η φουρνάρισσα, ως είδομεν.

Τις έπταιε! Διελογίζετο ο Μπάρμπα-Σταύρος, ου η όρεξις, αναμένοντος τόσας ώρας την πλουσίαν και ορεκτικήν τράπεζαν μετά τόσα παθήματα και τόσην νηστείαν, είχε καταντήσει εις οργήν και λύπην. — Ο Κομποδήμος έπταιε μόνος, ή και η ευλαβής Κρατήρα; Ή μήπως έπταιε περισσότερον όλων ο Μπάρμπα-Σταύρος, αλλ' εντρέπετο και να το σκεφθή τώρα;

Ο Κομποδήμος ο κολλήγας του Μπάρμπα-Σταύρου, μη προφθάσας ν' απέλθη την προηγουμένην νύκτα εις την ποίμνην του ζαλισθείς από τα κεράσματα των φίλων του, — το αγαπούσε ολίγον το έρμοτην επαύριον απεκλείσθη ολότελα ένεκα της χιόνος και μόλις απήλθεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, και ενεφανίσθη προ της Κρατήρας ο Κομποδήμος με μίαν βαρείαν κάπαν και με την κελαειδούσαν ως γκάιδαν ρίνα του.

Στο τέλος 'ς 'ν απόλυσι, θέλησε ο κακόμοιρος να πάη πρώτος-πρώτος να πάρη αντίδωρο, και του πάτησε μια βρισιά ο δήμαρχος, που τον έκαμε τον κακόμοιρο απ' άσπρου. — Να σ' πω κουμπάρα. Κατάλαβες τίποτα; διέκοψεν αίφνης εγερθείς ο ποιμήν. — Τι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν κατάλαβες τίποτα ακόμα; Νά! Και ωσφραίνετο ηχηρώς ο Κομποδήμος. — Ωχ!

Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα, παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον. — Και το γουρνόπουλο! Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος. — Ναι, τώρα είπες καλά. Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε: — Να το φέρω ; Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων: — Σου έγεινε ένα πράμα!