Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Αμ' τι λογής δα! ανεφώνησεν εκείνη σχεδόν δακρύουσα. — Εγώ θυμούμαι καμμιά φορά εκείνη την σεισουράδα, που του έδωσε μια κλωτσιά και τον έδιωξεν από το δωμάτιό μας, και λέγω να είχα ένα χέρι απ' εδώ ως στην Πόλι, να του δώσω μια στο θηλυκό του πρόσωπο. Και συ με λες να τον διώξω εγώ με τα χέρια μου; Κείνος, βλέπεις, άφησε την μητέρα του και ήρθεν εις εμένα.

Μια κλωτσιά που μ' έδωκε του την σχωρνώ για το χατήρι σου, μα δωπέρα δεν μένουμε πλέον. Δεν είν' έτσι; — Ναι, είπεν η μητέρα μου, δεν μένουμε, σαν το θέλη και ο Γεωργής. Ακούς εκεί, τη Σεισουράδα να χτυπήση το παιδί μου, τον Κιαμήλη!

Ζύγωσα κι' άρχισα να μαζεύω ροκανίδια. Καθώς ήμουνα σκυφτός, συλλογιζόμουνα μοναχός μου κ' έκλαιγε η καρδιά μου. Πού κατάντησα, έλεγα. Στο κτήμα του πατέρα μου μαθές, στα καλά, τα πατρογονικά μου μέσα, να μαζεύω ροκανίδια σαν το ζητιάνο. Βουρκώσανε και τα μάτια μου και τρέχανε. Άξαφνα νοιώθω μια κλωτσιά στον ώμο μου. Κυλίστηκα χάμω. — Γιατί με κλωτσάς, Μαστρο-Βαγγέλη; του λέω.

Δε φταίμ' εμείς, αφεντικό! φωνάζουν οι άγιοι· να, αυτός μας έβαλε σκάνταλα. Πιάνουν τον ναύκληρο· τον πηγαίνουν εμπρός του. — Μωρέ πού βρέθηκες εδώ μέσα! του λέγει Εκείνος θυμωμένος· μπάρκο την κάναμε την Παράδεισο; Μια κλωτσιά του δίνει και τον ρίχνει μίλια έξω. — Τόρα πού να πάω; λέγει συλλογισμένος. Να ήταν εύκολο τουλάχιστον να γυρίσω πάλι στον κόσμο. Κάπως του εκαλοφάνηκε αυτή η σκέψις.

Τι ήταν του Ομήρου οι ήρωες μπροστά σ’ αυτές τις γυναίκες που μάχονταν: αγκώνας με στήθος, νύχι με μάγουλο, δόντι με κρέας, κλωτσιά με κοιλιά!

Εσυλλογίστηκε τότες η Μηλιά να του δώση την πήττα της για να ησυχάση· του έδωκε και ο αφέντης του μια κλωτσιά κι τότε μόνον απεφάσισε το κακό ζώο να τον ακολουθήση, όχι όμως ευχαριστημένο, αλλ' εξακολουθώντας το γαύγισμα, ωσάν να έλεγεν εις τον κυνηγό, πως είνε εντροπή να τον γελούν κοτζά μου άνθρωπο τα κορίτσια.

Κατάχλωμη κι αναμαλλιάρα έτρεξε στο μαγεριό, σαν αφρισμένο κύμα πίσω από το δύστυχο το ναυαγό. Δεν ηύρε την Ασημίνα. Δίπλα ήταν η καμαρούλα που κοιμότανε. Άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά και στο θέαμα πήγε να τρελλαθή. Η δούλα της πεσμένη προύμυτα, κρατούσε την εικόνα στην αγκαλιά και τη φιλούσε, τη δάγκωνε, την έβρεχε με δάκρυα, και ξεφωνούσε : — Άστρο μου, φως μου, ζωούλα μου!

Τον εμάδησε καλά, του έφαγε και το καράβι κ' έπειτα μια κλωτσιά κ' έξω ο καπετάν Μαθιός. Έξω φτωχός και σακατεμένος. Γυρίζει στο νησί, βρίσκει το σπίτι πουλημένο, τις κόρες του ξενοδουλεύτρες, τον Μανωλιό ναυτόπουλο. Ηθέλησε να πιάση δουλειά, να πληρώση τις ανοησίες του, το κακό που έκαμε στη φαμελιά του· μα ήταν αργά.

Τον φτει· και βλέπει το ρόχαλό του κακή παρασαρκίδα να του ντροπιάζη το πρόσωπο. Δίνει γροθιά στη γροθιά, κλωτσιά στην κλωτσιά, δάγκωμα στο δάγκωμα. Παλαίβει με τα χέρια, με τα πόδια, με τα γόνατα, με το κεφάλι, με τα δόντια, με τα νύχια. Γύρω στο σώμα του αισθάνεται να φυτρώνουν τόσα μέσα αμύνης απροσμάχητα, που απορεί πώς δεν τα ήξευρε από πριν. Πιστεύει πως είνε ο Εκατόγχειρας.

Αλλά πρόσεχε ολίγον, Δεληγιάννη, πριν προφθάσης Να ειπής στους διπλωμάτας της Ελλάδος τας προτάσεις, Μήπως έξαφνα την πόρτα με αγένειαν σου κλείσουν Και απ' έξω με τα χέρια σταυρωμένα σε αφήσουν. Αι! μα τότε εις την πόρτα δώσε μια κλωτσιά γερή, Κι' έμπα δείξε τους πως είνε και το χέρι σου βαρύ. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ ενώπιον τον Συνεδρίου.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν