Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
— Του κυρού σου να μην τακούς, γιατί πρέπει πως εγέρασε κ' εφιρομυάλισε. — Μα δε μπορώ, Καλιώ, είπεν ο Μανώλης, εις την ψυχήν του οποίου εγίνετο προφανώς πάλη. Εγώ τήνε θέλω την Πηγή ... αγαπώ τηνε. — Αγαπάς τηνε! ... Μα πε μου, μωρέ παιδί, είντα σ' αρέση απ' αυτή τη μουσκάρα; Τα μουστάκια τση; Δεν τηνε θωρείς πως έχει μουστάκια σαν άντρας;
Η Καλιώ είχε βραδύνη ολίγον εις την εκκλησίαν, σκοπίμως ίσως διά να λάβη αφορμήν να διατυμπανίση το όνομα, το οποίον, μετά του κρινολίνου, είχε φέρει από την πόλιν η κόρη της.
— Μα πώς! εκουζουλάθηκε; είπε ν η Καλιώ απορούσα. — Κατέω και 'γώ είντα τούρθε του νεραϊδή; Αλλά δεν ήτο πρώτη φορά που την επείραζεν ο Πατούχας. Η Μαργή διηγήθη ότι από ημερών όπου την συνήντα, της εξετόξευε κάτι ματιές που 'νόμιζες πώς ήθελε να την καταπιή. Ενίοτε της έλεγε και κανένα λόγον από μακράν.
Αλλά, κατά την παροιμίαν, πολλές φορές πηγαίνει το σταμνί στη βρύση, μα έρχεται και φορά που δεν γυρίζει. Τούτο συνέβη και εις το σταμνί της Μαργής. Μίαν ημέραν επήγεν εις την βρύσιν, αλλά δεν εγύρισε. Μόνον η Μαργή επέστρεψεν, αλλ' εις αξιοθρήνητον κατάστασιν, διάβροχος από κεφαλής μέχρι ποδών, ως ναυαγός, κρατούσα μόνον το πλουμιστόν «προσώμι». — Είντά 'παθες; την ηρώτησεν η Καλιώ, ταραχθείσα.
Η Καλιώ η Ζερβούδαινα, η επιλεγομένη σκωπτικώς Αλογόμυγια, διά το μικρόσωμον και την νευρικήν της ζωηρότητα, διετηρείτο ακόμη καλά εις την ηλικίαν κατά την οποίαν συνήθως αι χωρικαί έχουν τελείως γηράσει, συντριβόμεναι υπό των επιμόχθων εργασιών και των πόνων της μητρότητος. Χηρεύσασα πολύ ενωρίς, έδειξε διαθέσεις να επανορθώση της μοίρας το αδίκημα.
— Σώπα, σώπα, ανεφώνησεν η Μαργή έξαλλος, να μη σακούω!.. — Είνε ο καλλίτερος νέος του χωριού, επέμεινεν η χήρα. — Είνε το καλλίτερο βούι του χωριού. Για να με σκάσης πολεμάς; — Εκείνο που σου λέω 'γώ, είπεν η Καλιώ, πεισμώνουσα εκ της αντιλογίας. Κατέχεις εσύ ποιος είν' ο καλός και ποιος ο κακός; Κιώμορφος είνε, και νοικοκυρόπουλό 'νε ...
Εις το σπίτι δεν είχε πλέον θέσιν. Έπρεπε να το πάρη απόφασιν. Την επιούσαν συναντά την χήραν και της διηγείται τα γενόμενα. Αλλ' ενώ επερίμενε παρηγορίαν και ελπίδα, η Καλιώ ήλλαξε γλώσσαν. Και τι να γίνη τώρα που η Μαργή ήτον αμετάπειστη; Έως τότε ήλπιζε και αυτή ότι θα της γύριζε το κεφάλι· αλλ' επί τέλους ενόησεν ότι ήτο αδύνατον, εντελώς αδύνατον. — Δε θέλει, δε θέλει, δε θέλει.
Αλλά και η ίδια η Μαργή δεν θα εδέχετο να την ενοχλήση εκ νέου και ήτον καλή να του σπάση την κεφαλή με πέτρα. — Δεν πειράζει, είπεν ο Μανώλης μειδιών και κοκκινίζων συγχρόνως. Εγώ θέλω να μου τη σπάση. H πέτρες τση θάνε απαλές σαν και τα χεράκια τση. — Έλα στο νου σου, Μανώλη, του είπεν η Καλιώ προσπαθούσα να φανή αυστηρά, ενώ ενδομύχως δεν την δυσηρέστησεν η τόλμη του Μανώλη.
Ήτο δύσκολον να περάση ημέρα χωρίς να την ίδη μίαν φοράν τουλάχιστον και άλλος προσεκτικώτερος του Μανώλη θα έφθανεν εκ τούτου εις το συμπέρασμα ότι η χήρα επεδίωκε την συνάντησίν του. Αλλ' ενώ κατά τας άλλας ημέρας η συνάντησις εκείνη δεν δυσηρέστει τον Μανώλην, την ημέραν εκείνην τον ανησύχησε. Παραδόξως όμως η Καλιώ δεν εφαίνετο θυμωμένη. — Ως πού, Μανωλιό; τον ηρώτησεν.
Αλλά και η Καλιώ δεν είχε συμφέρον να γνωσθή ότι ο Μανώλης εστράφη προς την κόρην της μόνον αφού οι Θωμαδιανοί του έδειξαν και μάλιστα κατά τοιούτον τρόπον ότι δεν τον ήθελαν. Ο δε Σαϊτονικολής εσκέπτετο ότι η διακοπή εκείνη ήτο επί τέλους και ένας τρόπος διά να παύσουν τα επεισόδια με τον Στρατήν και με τον Θωμάν και ούτω θα παρήρχετο ο μέχρι του γάμου καιρός ήσυχα και ατάραχα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν