Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Είπε και εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου. εκείθεν προς τα δώματα κίνησαν του Οδυσσέα, και ότ' έφθασαν εκάθιζαντα στιλβωτά θρονία.

Κινήσαν τα καράβια τα Ζαγοριανά, Κίνησε κι' ο καλός μου, πάη στην Ξενιτειά, Δώδεκα χρόνους χάνει χωρς απολογιά· Κι' απάν σ' αυτόν τον χρόνο στέλνει απολογιά Κι ένα χρυσό μαντήλι, μ' είκοσι φλωριά, Και στο μαντήλι μέσα μια πικρή γραφή: Κι' έλεγε του καλού μου η πικρή γραφή. — «Θες, κόρη μου, παντρέψου, θες καλόγρεψε! Τι εδώ πούμ' ο καημένος επαντρεύτηκα, Επήρα μια γυναίκα κόρη μάγισσας.

Του ήλιου τέλος βούτηξαν οι φωτεινές αχτίδες, 605 και τότες μέσα κίνησαν να παν και να πλαγιάσουν, οπούχε του του καθενός χτισμένα ο ξακουσμένος πρωτοτεχνίτης Ήφαιστος με τη σοφή του τέχνη· κι' ο Δίας ο αστραπεφτής ο συγνεφοσυνάχτης στο στρώμα πάγαινε κι' αφτός, όπου κοιμούνταν πάντα, 610 ύπνος σαν τούρχουνταν γλυκός. Απάνου εκεί γυρμένος κοιμούνταν, κι' η χρυσόθρονη θεά κοντά του, η Ήρα.

Αυτά 'πε κ' εδιάλυσε την σύνοδο μ' ασπούδα• κ' εκείνοι εδιασκορπισθήκανσπίτια τους καθένας• και 'ς τ' Οδυσσηά τα δώματα κίνησαν οι μνηστήρες, εσύρθηκε ο Τηλέμαχος μακράν εις τ' ακρογιάλι, 260 με άρμη εχερονίφθηκε κ' εύχονταν της Αθήνης•

Έτσ' είπε· και ο Πάτροκλοςτον φίλον τ' υποτάχθη· Και την ευμορφομάγουλην εβγάζοντας Βρισίδα Απ' την σκηνήν, την έδωκε, διά να την πηγαίνουν. Κι' αυτοί οπίσω κίνησαν 'ς τ' Αχαϊκά καράβια· Και η γυναίκ' αθέλητα επήγαινε μαζί τους.

Για τούτο μόλις τον είδε να βγαίνη από τα σύνορα της λογικής τον παραίτησε. Τυχερό που η κυρά Πανώρια ήταν σύμφωνη. Κίνησαν κ' οι δυο χωρίς να ειπή ο ένας στον άλλον καταπού θα πάνε. Πήρανε τον ίδιο δρόμο σα να τον είχανε προμελετημένο. Φτάσανε στο σπίτι της Ελπίδας με αγώνα και κόπο, μα φτάσανε. Γύριζε τώρα στ' αμπέλι της σα νοικοκύρης.

Σε κράζει ο Αγαμέμνος, για να κοιτάξεις την πληγή του βασιλιά Μενέλα 205 που κάπιος τον σαΐτεψε, τεχνίτης στο δοξάρι, Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάραΈτσι είπε, και του τάραξε τα σπλάχνα μες στα στήθια. Κι' αμέσως κίνησαν οι διο να παν μέσα απ' το πλήθος, του μάκρους τον απλόχωρο ακολουθώντας κάμπο.

Κι' ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάειπε: — Αφού σ' απόλαψα, παιδάκι μ', το ίδιο κάνει κι' αν γέρασα κι' αν δε γέρασα! Το κύτταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαχολήση.....Κρέμασε τα μούτρα κι' άρχισε να συλλογιέται. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι' άρχισε να κλαίη, και τα δάκρυα της κίνησαν κι' έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν