United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ποίος κατοικεί του είπα εις εκείνο το παλάτι, που φαίνεται εις την άκρην του κάμπου; Ο βασιλεύς το έχτισεν, απεκρίθη αυτός, διά να κρατήση κλεισμένην εκεί την βασιλοπούλαν Σχυρίναν θυγατέρα του, εις της οποίας την γέννησιν οι Αστρολόγοι της έκαμαν το προγνωστικόν ότι μέλλει να απατηθή από έναν άνθρωπον, και να χάση την τιμήν της.

Και τα καταρράχια αυτά όλα πλυμένα τώρ' από τα πρωτοβρόχια τοιμάζονται να καρτερέσουν απάνω τους τα χιόνια και τ' αστροπελέκια και τα δρολάπια του κακού χειμώνα, ζόρκ' από δάσα γιατ' έχουν πέσει τα φύλλα τους κ' έρημ' από κοπάδια γιατ' ολοένα κατέβαιναν τότε στα χειμαδιά κ' επλημμυρίζαν δαιδάλαια κι απλωτερά τα λιβάδια του κάμπου πέρα και τα ριζοβούνια.

Όχι. Είχαμε τη μητέρα του Θεού, μια ώμορφη μεσαιωνική Παναγία, που με στέμμα Βυζαντινής αυτοκρατόρισσας, μας εγλυκοκύταζε μέσ' από το σκουργιασμένο κάδρο της. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Και ποιος σας πάντρεψε: Μ α ρ ί α. Ένας παπάς, που μόλις είξευρε να διαβάζη, ευλόγησε το γάμο μας. Τα στέφανά μας τάπλεξα εγώ από κισσούς και από ολόασπρα του κάμπου αγριολούλουδα. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι ώμορφα που τα λέει.

Είχε το ένα πόδι του στον τάφο, μα τα μάτια του ήτανε βαθειά και ζωηρά, σαν μάτια παλικαριού, και το βλέμμα του το διαπεραστικό έλεγε πως ξέρει πολλά πράματα, που δεν τα ξέραν οι άλλοι. Είχε ακουμπισμένο το άσπρο του κεφάλι απάνω στον κορμό μιας πιπεριάς και κύτταζε παραπονεμένος το έρημο δρομαλάκι, που άσπριζε μες στην πρασινάδα του κάμπου.

Και στην όμορφη αυτή εξοχή ξεπετιώνταν άφθονα χωριά εδώ, χωριά εκεί, τσιφλίκια κάτω, τσιφλίκια απάνω, σκορπιστά σε χαριτωμένη ανακατωσιά, στολίζοντας πότε τις χαλικόστρωτες όχτες του ποταμού, πότε την αγκαλιά του κάμπου, και πότε τα φρύδια και πλάγια των βουνών.

Και κάτου πια σαν έφτασαν ως στην αρχή του κάμπου, τότες αφτοίοι γαμπροί κι' οι γιοίγυρίζουν πόδα πίσω, 330 μέσα να παν.

Πρέπει να λωλαθής για τα βουνά, πρέπει η θάλασσα να σε τρελλάνη, πρέπει ο νους σου να χαθή για ένα χρυσολούλουδο του κάμπου. Κ' η τέχνη τι άλλο είναι παρά ένα λουλούδι που θα κόψης, παρά μια ψυχή που θα μυρίσης; Έλα, βάρκα βαρκούλα μικρή, έλα ναρμενίσουμε τώρα στον Ωκεανό της αγάπης. Έλα πάντα να βαστάς ανοιχτά το γιαλό, πέρα και πέρα να πάμε.

Κι' ο πιο έρημος ακόμα, και στου βουνού την κορφή και στη μέση του πελάγου να τον βάλης, κάθε ψυχή, κάθε αγρίμι στου λόγγου τα βαθειά, και το καψαλισμένο δέντρο καταμεσής του κάμπου, βρίσκει τον σύντροφό του. Πολλές φορές έκανε με το νου του τη συλλογή τούτη ο Στρατής το Στοιχειό, όταν άκουγε αποπίσω του τα λόγια του κόσμου. Μα ο κόσμος είνε στραβός, έλεγε. Με ό,τι βλέπει μιλάει.

Κατά σειράν ένα-ένα εξεχωρίζοντο τα κατάφυτα βουνά, και μόνον οι αμπελώνες του κάμπου ήσαν ακόμη σκεπασμένοι από την σκοτεινήν της νυκτός ομίχλην. Σκέπη πυκνή κατεκάλυπτεν εισέτι και τον λιμένα, από την οποίαν εκάθευδον ακίνητα τα εύμορφα κόττερα και λοιπά πλοιάρια της θαλασσινής πολίχνης.

Αυγήναυγή μόλις ανοίγανε τα μάτια τους, τα δυο τους μεγάλα καταγάλανα μάτια, χειροπιαστοί παίρνανε τους κάμπους και τακρογιάλια. Περνούσανε απ' τανθισμένα περιβόλια, βρέχανε τα πόδια τους στις αμμουδιές, τριπώνανε στους ήσκιους των λαγκαδιών, σκαρφάλωναν σαν κατσικάκια στις ψηλές κορφές και ξάπλωναν τα κορμιά τους να ξεκουρασθούν μέσα στα ξανθά τα στάχυα του κάμπου.