Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Αφού δεν ήξερε γράμματα η φτωχή, πως θα το διάβαζε και σάλλον πώς να εμπιστευθή να της το διαβάση; Ως τόσο κάθησα κέγραψα ένα γράμμα. Σαυτό τη βεβαίωνα για την αγάπη μου και τη λύπη μου που δε την είδα να την αποχαιρετήσω όταν έφευγα. Αλλά και γιαυτό φοβόμουν μήπως πήγαινε κανείς να της πη ψέμματα πως έπαψα να την αγαπώ.
Θα τον πάρω κάτω στο ακρογιάλι απόψε το βράδι, όταν θα κοιμούνται όλοι. Είναι μια μικρή πάλη. Κ' έτσι δε θα σε βασανίζω πια όπως το έκαμα έως τώρα. Μπήκα μπροστά της και με όση δύναμη είχανε τα χέρια μου την κάθησα με βία στον καναπέ. — Περίμενε, είπα, περίμενε! Δεν το ξέρεις και συ τι κάνεις. Μα εκείνη μου απάντησε μονάχα: — Θα είναι δυστυχία και των δυο μας, αν μ' εμποδίσης.
Πόσο κάθησα έτσι εκεί, δεν το θυμούμαι, θυμούμαι μόνο πως νύχτωσε και πως τρόμαξα όταν ένοιωσα πως η γυναίκα μου είτανε γονατιστή μπροστά μου κι ακκουμπούσε το κεφάλι της στα χέρι μου. Είχε ρθει τόσο σιγά, ώστε δεν την άκουσα κ' η φωνή της είχε τόσο ήσυχο τόνο, όταν είπε: — θέλω να ζήσω για σένα, Γιώργο, για το Σβεν και τα μεγάλα αγόρια μας.
Έγραφα, έγραφα, έγραφα, όπως δεν έγραψε ποτέ κανείς για χρήματα, κ' έγραψα τις καλήτερες σελίδες, που χυθήκανε από την πένα μου. Κι όταν δεν είχα πια άλλη δύναμη, έπινα, έπινα πολύ για να συγκρατηθώ στη ζωή. Άμα ανέβηκε πια ο ήλιος ένα διάστημα στον ουρανό, έγραψα τις τελευταίες γραμμές. Και κάθησα σαν αναίστητος.
Σε μια σχισμάδα χαμηλά στο βράχο, είχε φυτρώσει μια χαρουπιά με πολλές παραφυάδες και σκέπαζε πολλή έκταση. Κάθησα κάτω από το δέντρο, με τρόπο που να με κρύβουν οι παραφυάδες. Η ιδέα ότι θαρχότανε το Βαγγελιό να με συναντήση, διάλυσε τους άπιστούς μου λογισμούς και την περίμενα με συγκίνηση, σα να μην είχε ταράξει και ψυχράνη τίποτε την αγάπη μου. Αλλά δεν περίμενα πολύ.
— Μα πως ήρθες εδώ, Σβεν; είπε η μαμά μέσα σ' όλη τη χαρά της. Η μαμά είτανε να γυρίση αργά τη νύχτα. — Το ήξερα πως θαρθής, είπε ο Σβεν. Η φωνή του και τα μάτια του είτανε γεμάτα ξάφνισμα, πώς η μαμά δεν μπορούσε να φανταστή ένα πράμα τόσο απλό. — Ήξερα πως θαρθής και γι' αυτό κάθησα εδώ και περίμενα.
— Κάτσε το λοιπόν! ξαναείπε. Μας αφήκανε μοναχούς. «Λόγο δεν του παίρνει κανένας, μου είχε πει στην πόρτα ο αστυνόμος. Έφταιξε, λέει, και ας τον παιδέψη ο Νόμος. Τίποτ' άλλο. Σα θέλης κάτσε και μοναχός σου να τονέ ρωτήσης». Ο αστυνόμος είχε την ιδέα πως τρελλάθηκε. Αλλοιώς δεν εξηγιέται το πράμμα. Σαν κάθησα σιμά του γύρισα και τον κύτταξα από πάνω ως κάτω.
Όταν έφτασα στην πόρτα κ' έστριψα το κεφάλι, είδα τη γυναίκα μου να φέρνη το Σβάντε στο κρεββάτι του Σβεν. Κάθησε στο ένα πλευρό κ' έβαλε το Σβάντε να καθήση στα άλλο. Έπειτα έσκυψε στο Σβεν. Όλην την ώρα όμως κρατούσε το χέρι του Σβάντε κ' είδα πως χάδευε και τα δυο παιδιά, χωρίς διάκριση. Όταν τέλος βγήκε όξω ο Σβάντε, πήγα μέσα και κάθησα στη θέση του, αντίκρυ στη γυναίκα μου.
Και με ξάφνισμα παρατήρησα πως τώρα μπορούσα να κάνω τη σκέψη χωρίς πίκρα, μόνο γιατί τώρα την αιστανόμουνα τόσο κοντά μου, όπως ποτέ άλλη φορά. «Δε θα πεθάνη», συλλογίστηκα έπειτα από μια στιγμή. «Θα ζήση». Και παρατήρησα την αντιλογία στη σειρά των στοχασμών μου. Κάθησα στην κάμαρά μου και προσπαθούσα να διαβάσω.
Τα απλά αυτά λόγια με ξαναφέρανε στην πραγματικότητα και στο στήθος μου πέρασε ένα θερμό κύμα ευγνωμοσύνης προς το νέο, που με πήγαινε με το αμάξι του. — Ναι, είπα με πνιγμένη φωνή. Αυτό είναι. Και κάθησα στο αμάξι με το συναίστημα πως βρήκα έναν άνθρωπο, που έννοιωσε τι έτρεχε κ' ήθελε να με βοηθήση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν