Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Εάν δε τούτο δεν ανταποδοθή, δεν γίνεται συναλλαγή, και με την συναλλαγήν συγκρατούνται αι πόλεις. Διά τούτο και ο ναός των Χαρίτων κτίζεται μέσα εις τας οδούς, διά να υπάρχη ανταπόδοσις. Διότι αυτή είναι ιδιότης της χάριτος. Δηλαδή είναι ανάγκη να ανταποδώσης τα ίσα εις εκείνον ο όποιος σου έκαμε χάριν, και πάλιν αυτός να κάμη αρχήν νέου χαρισμού.

Πρόσεξε όμως και συ. Σωκράτης. Λέγε. Θεαίτητος. Διαιρέσαμεν εις δύο πάντα αριθμόν και όστις μεν είναι δυνατόν να δώση ίσα επί ίσα τον παρωμοιάσαμεν κατά τα σχήμα προς τετράγωνον και τον ωνομάσαμεν τετράγωνον και ισόπλευρον. Σωκράτης. Πολύ καλά εκάματε. Θεαίτητος.

Παίρνω αμέσως τους κολλήγους, τους βάνω στον τράφο, τους δίνω τους γκράδες στα χέρια. — Βαράτε, λέω, στο κρέας· ίσα στο κρέας· ρουθούνι να μη μείνη! Βγάνω και πέντε κανόνια, πέντε τοπομαχικά και τα στένω στη σκάλα.

Είπε, κι' εφτύς μια κονταριά του ζάφτει στην ασπίδα και τ' όπλο του ίσα διάβηκε τη φωτοβόλα ασπίδα 435 και μες στα μαστροδούλεφτα του χώθηκε τσαπράζα, και ξέσκισε όλη απ' τα πλεβρά τη σάρκα, μα η Παλλάδα μέσα τ' αντρός δεν άφισε τα σωθικά ν' αγγίξει. Ένιωσε εκείνος πως βαριά δεν είτανε η πληγή του, κι' ορμώντας πάλι, μίλησε του Σώκου αφτά τα λόγια 440 «Α σκύλε, τώρα σ' έφαγε το μάβρο φίδι αλήθια!

Και αν ήμουν περιωρισμένος μέσα εις ένα καρυδόφλουδο, θα ελόγιαζα πως είμαι βασιλέας εις απέ- ραντο διάστημα· αμμή οπού βλέπω ονείρατα κακά. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ίσα ίσα αυτά τα ονείρατα είναι η φιλοδοξία· διότι της φιλοδοξίας η ουσία είναι μόνον ονείρου σκιά. ΑΜΛΕΤΟΣ Και τα όνειρο καθ' εαυτό άλλο δεν είναι ειμή σκιά.

Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κεφάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρίνησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα, κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.

Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα ψιθύρω τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες! — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή όχι... — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του; — Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα &Πιστεύω&.

Ίσα με το Μαβρικό θα πάω να μεταδέσω το μουλάρι. — Κεγώ στο Μαβρικό θα πάω να μαζόξω κολοκυθαθούς για ντολμάδες· μόνο στάσου να πηαίνωμε μαζή, να σου πω κιόλας. Ο Μανώλης την επερίμενε. — Κατέχεις το πως θα μαλώσωμε, Μανωλιό; είπεν η χήρα όταν τον έφθασε. Και με τόνον μητρικής μάλλον επιπλήξεως του είπε να μη ξανακάμη αυτό που έκαμε.

Ήταν αληθινά μία σκηνή τέλεια όχι μόνο στη γραφικότητά της αλλά και στη δραματικότητά της, απηλλαγμένη από κάθε ανάγκη οχληρών περιγραφών, και που μας έδειχνε με το χρώμα και το χαρακτήρα της στολής του Κλαυδιανού και των ακολούθων του ολόκληρο το φυσικό και τη ζωή του ανθρώπου, ποία φιλοσοφική σχολή τον επηρέαζε ίσα με ποια άλογα ίππευε στο ιπποδρόμιο.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν