United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι σοφοί ανταπόδωκαν το φιλοφρόνημα μ' ένα τους χαμόγελο και προσηλώθηκαν πάλε στη μελέτη τους. — Κι αν ο τάφος ήταν των προγόνων μας; ερώτησε ο Αριστόδημος τον αδερφό του κάπως θυμωμένα. — Και των προγόνων μας να ήταν πάλε μούχλα θα μύριζε· απάντησε εκείνος αμέσως. Τι τα θες, ο τάφοςτάφος είνε κι ας έκλεισε μέσα του τον Μέγαν Αλέξαντρο. Είνε καλός για τούτους τους σοφούς.

Μήπως θυμώσει ο βασιλιάς τηράξτε και μας βλάψει, 195 κι' είναι ο θυμός του φοβερός, και τούδωκε εξουσία ο Δίας, και τον αγαπάει αφτόνε ο γιος του ΚρόνουΜα όπιο θωρούσε απ' το λαό να σκούζει, του τραβούσε μια δυο ραβδιές, και τούλεγε με θυμωμένα λόγια «Βρε μη κουνιέσαι κι' άκουγε τους άλλους τι θα πούνε, 200 πούναι απ' τα σένα ανότεροι!

Ο πατέρας σου κάθεται ως τις δυο από τα μεσάνυχτα και παίζει. Δε θαφίση το παιγνίδι του ναρθή να σ' εύρη. Το ξέρεις καλά. Μήπως δεν το ξέρεις; Εγώ θέλω περισσότερο από σένα να μείνω μαζή σου. Γιατί είσαι κακός; Κι' αν θέλω να γυρίσω στην κάμαρά μου, το ξέρεις, θα κλαίω όλη τη νύχτα, ως το πρωί θα κλαίω μοναχή μου . . . ΝΙΚΟΣΚαλά γύρισε. Δε σε βιάζω. ΔΩΡΑΜου το λες θυμωμένα.

Κ' εστύλωσε μάτια θυμωμένα στον φοβερό μπαλντά που ήταν δίπλα στον αργάτη με τέτοια έκφρασι, που επίστεψα πως το κατάρατο σύνεργο εσερνόταν άθελα να πέση στα χέρια του. Από την ώρα εκείνη έδιωξα κάθε δισταγμό. Ο Κεφαλλωνίτης ήταν αδύνατο να μη μας κάμη δουλειές στο καράβι. Και τις έκαμε αλήθεια. Τις έκαμε γρηγορώτερα και φοβερώτερα απ' ό,τι εφανταζόμουν.

Σαν πιο βαρύ θαν τούρθει αφτό νομίζω...» 325 Έτσι είπε και τους έστειλε με θυμωμένα λόγια. Κι' άθελα οι κράχτες τράβηξαν σιμά σιμά την άκρη του στειροτρύγητου γιαλού, και στο καραβοστάσι των Μυρμιδόνων φτάσανε κι' ως τις καλύβες πέρα.

Κατ' επανάληψιν ήλθον από το μέρος των ανδρών θυμωμένα «σσσ!», αλλ' η χήρα, επί μικρόν διακόπτουσα την φλυαρίαν της, επανήρχιζεν ορμητικωτέρα, ενώ η κόρη της, συσφίγγουσα τα λεπτά της χείλη, επεδεικνύετο στυλωμένη εις το μέσον της εκκλησίας, ως επιτάφιος. Εις τους άνδρας το κρινολίνον έκαμεν απλώς αστείαν εντύπωσιν.

Τον εμάλωνε συχνά η αδελφή του, γιατί να κουράζεται τόσον, αλλά δεν την άκουε, την εμάλωνε δε και αυτός με την στερεότυπον φράσιν του. — «γύρευε τη δουλειά σου» την οποίαν της έρριπτε, θαρρείς, θυμωμένα, ενώ τα μάτια του εγελούσαν· ήτο μία ειρηνική λογομαχία, η οποία εγαργάλιζε θωπευτικά την ακοήν, αντί να την ενοχλή.

Ο βαστάζος αν και μισοκοιμισμένος από το κρασί που είχε πιεί, άκουσε τα λόγια, και χωρίς να κινηθεί, φώναξε θυμωμένα στον Δερβίση, «Κάτσε κάτω και κοίτα την δουλειά σου. Δεν διάβασες την επιγραφή πάνω από την πόρτα; Δεν είναι υποχρεωμένοι όλοι να ζουν με τον ίδιο τρόπο».