United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΟΛΩΝΙΟΣ Καλά τωόντι το στοχάσθηκε! μου λέγουν ότι τώρ' ύστερα συχνά σ' έχει ανταμώση μερικώς και ότι συ με καλοσύνην άκραν, μ' ελεύθερην ψυχήν, ακρόασιν του δίδεις. Τι τρέχει μεταξύ σας; Την αλήθειαν λέγε. ΟΦΗΛΙΑ Τώρ' ύστερα πολλά μου δωκε αυτός σημεία της αγάπης του, Κύριε. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τ η ς α γ ά π η ς, Θε μου! Λαλείς ως κόρη τρυφερή 'πού ακόμη πράξιντα επικίνδυνα τούτα πράγματα δεν έχει.

Πάρε κατόπιν το ποίημα για τον άνθρωπο που βασανίζει τον εαυτό του, άφησε τη λεπτή του μουσική να σταλάξη στο μυαλό σου και να χρωματίση τις σκέψεις σου και θα γίνης για μια στιγμή ό,τι ήταν εκείνος που τόγραψε· μάλιστα όχι μια στιγμή μονάχα, μα πολλές άγονες φεγγαρόλουστες νυχτιές και πολλές στείρες ανήλιες ημέρες κάποι' απελπισία που δεν είναι δική σου θε κτίση τη φωλιά της μέσα σου κ' η ξένη αθλιότης τα σωθικά σου θα τρώη.

Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου, Του ξένου δος του ξενιτειά, κι αρρώστια μην του δίνεις, Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια, Θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, Θέλει κι' αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνη. 'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον· τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλλί στο λάκκο, Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη

Γιατί αν δεν επρόσταζεν ακόμη ο Φοίβος την πόλιν να εξαγνίσωμεν από το κρίμα, πάλι κακό θε νά ’τανε, αφού κ’ εχάθη μεσ’ στους ανθρώπους ο άριστος των Θηβαίων ο άναξ, ν’ αφήσωμε ανεκδίκητον τον σκοτωμό του.

Σφίξε μου το από τους κροτάφους 'πάνω το μαρτυρικό στεφάνι, το τετέλεσται να πω και ν' αποθάνω. ΕΥΝΙΚΗ. Του ξερού σου στεφανειού τ' αγκάθια γύρω από το μέτωπό σου καρφωμένα, του αφιονιού θε να κρεμούσαν τ' άνθια ύπνον σωτήριον φορτωμένα. ΑΓ. ΔΗΜ. Για όσα λόγια πλάνης έχω 'πει, να με ποτίσουν θέλω μ' εκείνο το καλάμι, αφού του βουτήσουν μέσα στην σμύρνα το σφουγγάρι και στην πράσινη χολή!

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Έλα μαζί μου· θε να ευρώ τον βασιλέα· έκστασις είναι τούτη ερωτική, που τόσην την ορμήν έχει οπού χαλά τον εαυτόν της, και την θέλησιν σέρν' εις έργ' απελπισίας, όσο πάθος κανέν' απ' όσα εδώ του ανθρώπου την φύσιν βασανίζουν. Α! πολύ λυπούμαι, — μήπως τώρ' ύστερα σκληρά λόγια του είπες;

Μόνον περί της νέας ειδήσεως ωμίλησαν ταπεινοφώνως, διότι όλοι οι ευρισκόμενοι εις την καφεταρίαν ήσαν χριστιανοί και είχον προς αλλήλους εμπιστοσύνην. Κατά τον αυτόν δε τρόπον την ανακοίνωσε και προς τον Σαϊτονικολήν ο δημογέρων Παπαδοσήφης, πλησίον του οποίου είχε καθήσει. — Δοξάζω σε, Θε μου, είπεν ο Σαϊτονικολής και εκοκκίνησεν εκ συγκινήσεως.

Και ο άνεμος, βορειοανατολικός, Γραίος, εφύσα δυνατά, με όλην την δύναμιν όπου μπορούσεν ο Γραίος να έχη και την οποίαν ο Πάπος ησθάνετο ότι δεν μπορούσεν αυτός να έχη ποτέ, μόλις δε το τρίτον ή το τέταρτον της δυνάμεως αυτής, επίστευεν, ότι μπορούσε να έχη. — Κάμε, Θε μου, έλεγεν ο Πάπος, να' ρθη ο πατέρας μου, και να μη με καταριέται που δεν επήγα μαζί του.

Αχ κείνον να θε τόνε δω να κατεβεί στον Άδη, θάλεγα εδώ μου σήκωσαν απ' την καρδιά 'να βράχο285 Είπε, και σπίτι αφτή γυρνάει τις σκλάβες να φωνάξει.

Δεν την εδέχθη ο Αρχος, Και το φτωχό βοσκόπουλο το σκάει, το φοβερίζει, — Εγώ είμαι ένα βοσκόπουλο, θρεμμένο μέσ' 'ς τα ορμάνια, Και δεν με σκάζουν, άρχοντα, άργητες και φοβέρες, Εμένα αγάπη μοναχά βαριά με βαλαντώνει, Το βιο σου δεν σου γύρεψα, εγώ την Δέσπω θέλω, Χίλια θα κάμω βολετά και θε να σου την πάρω.