United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά το παιδί τους είπε πως είνε τώρα από κάτω η χώρα. Του έδωσαν και ένα τάλλαρο. — Νά το, είπεν ο παις, επιδείξας το δολλάριον. — Και 'πήγε ς' τη χώρα; ηρώτα ανυπομόνως η θεια Μυγδαλίτσα. Είνε ο γυιος μου! Είνε του γυιου μου το καράβι! Διώρθωσε τον φανόν της και τον ήναψεν. Ησπάσθη τας Εικόνας, απεχαιρέτισε τους ποιμένας και ανεχώρησε.

Έπειτα επήγα εις την Σκυθίαν και εις την Θράκην κατόπιν, όπου ο Εύμολπος και ο Ορφεύς ήκουσαν την διδασκαλίαν μου• τους προαπέστειλα δε εις την Ελλάδα, τον μεν Εύμολπον διά να μυήση τους Έλληνας εις τα θεία, τα οποία είχε διδαχθή παρ' εμού άπαντα, τον δε Ορφέα διά να τους εξημερώση και εκπολιτίση διά της μουσικής• μετέβην δε και εγώ ευθύς κατόπιν.

Τότε ο παραμητρυιός του επήρεν άλλην παραμητρυιάν, κ' εκατοίκησεν αλλού. Τέλος, η θεια η Χαρανίνα επήρε τον Στάμον εις την οικίαν της και εις αυτής τας χείρας εμεγάλωσεν ο νέος.

Μια ψυχή θεία και λεύτερη, που με τον πρώτο της αθάνατο στίχο γκρέμισε όλο τον πύργο που πολεμούσαν οι δύστυχοι εκείνοι μανιακοί να μας χτίσουν από μουχλιασμένες περγαμηνές. Μια ψυχή, που έννοιωσε μονομιάς όλη την καρδιά της ταλαίπωρης Ρωμιοσύνης, και την τραγούδησε με τρόπο που έμεινε η Ρωμιοσύνη μαγεμένη κ' εκστατική.

Και πότε θα κόψουμε, θεια, τα σταφύλια; εφώναξε το αγόρι. Δεν πάμε τώρα στ' αμπέλι να τα κόψουμε; — Όχι τώρα, γυιε μου, ταχιά. — Ταχιά τοταχύ; είπεν ο Γεώργης. — Ναι, γυιόκα μου.

Να στις βάλωμε μες το μαντιλάκι σου, θεια Ελέγκω;. . . -Πάρε κ' ένα κλωνάκι μυγδαλιά, θεια Ελέγκω, είπε ο Νίκος: για σένα τις κόψαμε. . . Όχι να μην κουβαλάω τώρα δέντρ' ολάκερα! Θα με βγάλη όξω ο εισπράχτορας-ξέρεις αυτοί δε χωρατεύουν. . . Κάθομαι και χασομεράω και θα μου φύγη ο τρεχιόδρομος. . . Νά τον ! ακούτε;, πλάκωσε κιόλας ο Βράκας. . . Γεια σας παιδιά μου ! νάχετε την ευκή μου!

Έτσα θαρρώ πως θα το κάνω κεγώ, είπεν ο Μανώλης σκεπτικός. Και μετά σιωπήν ολίγων στιγμών ηρώτησε με φωνήν διστακτικήν: — Μα ... να μου δώσης θες το Μαρούλι; Η Καλιώ τον ητένισε με βαθύ εξεταστικόν βλέμμα. — Να ξεμπλέξης πρώτα απού τσοι Θωμαδιανούς ... Εγώ σούπα πως το θέλω με όλη μου την καρδιά. — Και τα Μαρούλι, θεια Καλιώ, θέλει; είπεν ο Μανώλης με φωνήν παλλομένην από συγκίνησιν.

Ναι, είπα, πρέπει να φερθώ και τώρα ως ιππότης, ας μείνω ως παράδειγμα κι' εγώ ηρωισμού! κι' αφού της χήρας έτυχε να ήμαι πατριώτης, κι' ο έρως θύρα ας γενή του πατριωτισμού. Είπα, και θεία έμπνευσις για στίχους μου κατέβη . . . κι' ενώ σακκιά εζύγιζαν οι σύντροφοι μου όλοι, κι' ο έμπορος εγύριζε παντού να με γυρεύη, ακροστιχίδα έγραφα εγώ για τον Μανώλη.

Υπάρχουν στιγμαί καθ' ας η θεία χάρις κινεί βαθύτερον την καρδίαν μας. Εις τοιαύτην δε στιγμήν πρέπει να ευρέθη ο άδολος Ισραηλίτης καθώς εκάθητο κ' εμελέτα και προσηύχετο εν σιωπή υπό την συκήν. Και την χορδήν ταύτην, την μόνον εις καρδιογνώστην ορατήν, έθιξεν ο Κύριος.

Και λέγοντάς τα αυτά μεγαλόφωνα η φοβερόγλωσση η γειτόνισσα κράταγε τις χέρες της ακκουμπησμένες απάνω στους γόφους της, πούλεγες και το μαντίλι της έρριχνε να πιάση γερή λογομάχητα, και να τις αποστομώση μια και καλή και τις δυο, θεια κι ανιψιά.