United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κανένας, μη θυμόνης... Είδα κ' εγώ τη μάνα σου απόψε ’ς τώνειρό μου Και μούπε νάρθω να σ' ευρώ και να σού 'πώ, Θανάση, Που αν χαλαστούμε σήμερα, θα να δειλιάση ο κόσμος Και θα χουμήση η Αρβανιτιά πυκνή σαν την ακρίδα, Και τάλογο του Ομέρπασα ποιος θα τ' αποστομώση; — Ο γυιός του Ανδρούτζουτη Γραβιά!!...

Ογλήγορα τα χρήματα, έλεγε κ' εκτύπα τους δειλαίους μοναχούς ωχρούς και αφώνους προ του απροσδοκήτου θεάματος. — Πήγαινετο μαγειριό, Θανάση, να ετοιμάσης το λάδι. Είπε προς τον γνωστόν μας νεαρόν ληστήν ο αρχηγός, βλέπων ότι οι μοναχοί έμενον άναυδοι. Σιγή φοβερά επηκολούθησεν.

Να, τώρα που λες, Θανασάκη μου, επειδή πάτησε ποδάρι αυτή η γρηά, η πεθερά μου, που φοβάται μην πεθάνη, κ' ήθελε να γένη ο γάμος τώρα . . . Εγώ είπα να γένης πρώτα καλά εσύ, κ' ύστερα να μας βάλουν στέφανα . . . Μόλις σηκώθηκε στα πόδια της, και βιάζεται να δώση την ευκή της, φοβάται μην ξανακυλίση . . . Ως τόσο, είσαι και συ, καλλίτερα, Θανάση, δεν είσαι;

Όταν προβάλ' η μέρα Θα νάβγουν τ' αητόπουλα με τροχισμένα νύχια Με θεριεμμένα τα φτερά ν' αρχίσουν το κυνήγι... Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους Πριν μας σκεπάση η μαύρη γη, ΄ς τα δουλωμένα πλάγια Να κοιμηθούμε μια νυχτιά τον ύπνο του Θανάση! «Κι' αν' δης χιλιάδαις τον εχθρό, άλογο και πεζούρα» σ.55 Άλογο . Ενικώς, έχει ως και παρά τοις αρχαίοις η ίππος περιληπτικήν σημασίαν, ιππικόν.

Δεσπότη μου, μ' εδέσανε ... Τα σίδερά μου κόψε. — Θανάση, μην είσ' άπιστος ...Δε σε κρατεί κανένας. Ανέβηκαν μεισουρανύς. Πετούν... Πετούν ακόμα .. Αφίνουν πίσω τους βουνά και πέλαγα κι' αστέρια. Τρυγόνια διαβατάρικα που πήγαιναντη Δύση Τους απαντούντα σύγνεφα και τους καλημερίζουν.

Περιεργότερον δε το των ποιμένων, όταν προπορευόμενοι του ποιμνίου αδιαλείπτως και βραδέως αναβοώσιν οβς, οβς, οβς . Μα την αλήθειαν, όταν τους ακούη τις, πιστεύει ότι ψιττακίζουσι το αρχαίον όις , όθεν πασιφανώς και το των Λατίνων ovis. Χιλιάδαις ήρθανε με μιας τριγύρωτο Θανάση Ψυχαίς μεγαλοδύναμαις από τον άλλον κόσμο, σ. 141

Κι' αν δε με μεταϊδήτε, Δεν θέλω να με κλάψετε, θέλω σαν πολεμάτε Την πρώτη σας την τουφεκιά, το πρώτο σας το βόλι Για μένα να το ρίχνετε, για την ψυχή του Διάκου. Εφιληθήκανε και οι τρεις. Τα χείλη του Θανάση Ελουλουδίζανε χαρά, σπιθοβολούν τα μάτια.

Όλη η ζωή της πέρασε τότε για μια στιγμή μπροστά της, καθώς καθότανε μοναχή της, κάτω από τη μισοσβυσμένη λάμπα, ακουμπησμένη με τους δύο της τους αγκώνες απάνω στο τραπέζι Θυμήθηκε μια Λαμπρή που ήταν κοπέλλα δεκάξη χρονών στο νησί, κι' ο πατέρας της τσουγκρίζοντας ταυγό με τον κουμπάρο του τον Καπετάν Θανάση τον Απίκραντομακαρίτες κ' οι δυοκάτι γνέψανε ο ένας στον άλλον που το είχε μισοκαταλάβει η Ταρσίτσα κ' έγινε πιο κόκκινη απ' το αυγό.

Όταν μέσατα Γιάννινα, Θανάση, ο Οικονόμος Με χιόνια με τρισκότειδοτο σπήτι του Κροκίδα Κλεφτά σας εσυμάζονε. σ. 226

Ειπέ της μάννας σου, είνε φόβος μην πεθάνη ο Θανάσης, κ' ύστερα το πένθος θα μας κάνη ν' αναβάλλουμε τα στέφανα. . . . Κ' εγώ θα πω του Θανάση, πως είνε φόβος μην πεθάνη η μητέρα σου, κι' από τη λύπη μας θ' αναγκαστούμε ν' αναβάλλουμε το γάμο για του χρόνου. — Έννοια σου! . . . είπε μετ' αληθούς θαυμασμού ο γαμβρός. Ο Θανάσης ενέδωκεν εις το επιχείρημα της αδελφής του.