United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, είπεν ο Θανάσης, όστις επείθετο ευκόλως εις ό,τι του έλεγον όλοι και μάλιστα ο Στάθης. — Βέβαια, επέφερεν ο Στάθης, με αυτόν τον τρόπον, θ' αποδείξη κι' αυτός πως μας εμπιστεύεται, όπως τον εμπιστευτήκαμε κ' εμείς. Άμα εξήλθεν ο πρωτότοκος αδελφός, εισήλθεν η Αφέντρα. Αύτη επλησίασεν εις την κλίνην του Θανάση, και ήρχισε να τον θωπεύη και να του γλυκομιλή.

Τέλος εταίριασαν και συνήφθη ο αρραβών. Ο μεγάλος υιός του Στεφανή, ο Στάθης, έλαβε το τσέκι, το οποίον έφερεν εξ Αμερικής ο αδελφός του, απήλθεν εις Βώλον και το εξηργύρωσεν. Ήτο περίπου διά πεντακοσίας αγγλικάς λίρας. Επιστρέψας εκ Βώλου έφερε περί τας 18 ή 19 χιλιάδας χαρτίνας δραχμάς. Τόση ήτον η περιουσία του Θανάση.

Παρ' ολίγον ν' ανατρέψη την λέμβον εκ της οργής ο αρχιληστής και να πνιγώσι πάντες εις την θάλασσαν. Οι δύο γέροντες προέτεινον ν' αποβιβασθώσι πάλιν κ' επανέλθωσιν εις το μέρος, όπου, ως έλεγεν ο Θανάσης, είδε τα φαντάσματα. Η πρότασις ήτο καλή. Αλλ' ήδη ηκούοντο επάνω εγγύς της παραλίας πυροβολισμοί συνεχείς. — Σκύλε, Θανάση! είπε φρυάττων ο αρχιληστής.

Έρχεσαι μαζί μου, Θανάση; λέγει ο καπετάν-Γεώργης προς τον πιστόν νεανίαν μετά την διάλυσιν του στρατοπέδου του Αλμυρού και την ματαίαν επιμονήν των περί την Καλαμπάκαν. — Έρχομαι· απήντησεν ο Θανάσης. Και αντί να εισέλθωσιν εις το Ελληνικόν εφάνησαν εις το Πήλιον, τας νύκτας μόνον περιπατούντες διά τον φόβον των τούρκων.

'Σάν σας θυμούμαι, Γιάννινα, αχ πώς, πώς να μη κλάψω; Ακόμα ο Γραμματικός κάθεται ξαπλωμένος· Ακόμα δείχν' η όψι του πούνε συλλογισμένος. Αχ! νάξερα τον πόνο σου, Θανάση μου, τον τόσο, Και να μπορούσα ο δύστυχος να σου τον βαλσαμώσω!