Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Του εφάνη ότι εγνώρισε την Λίγειαν εις την μορφήν της θεάς εκείνης της εικονιζούσης την Αρτέμιδα. Εκείναι τον περιεκύκλωσαν χοροπηδούσαι, έπειτα δε έφυγον, ως αγέλη αιγών. Και μ' όλον ότι η Άρτεμις εκείνη δεν ήτο η Λίγεια, ούτε καν της ωμοίαζεν, αυτός έμεινεν εκεί, πνιγόμενος υπό της συγκινήσεως. Ησθάνθη αιφνιδίως άπειρον θλίψιν διότι ευρίσκετο μακράν της Λιγείας.

Έξαφνα αρπάζει το παιδάκι τον στρατιώτην και τον πετά μέσα εις την φωτιάν. Δεν είπε διατί τον επέταξεν. Ίσως ο διάβολος της ταμβακοθήκης του έδωκεν αυτήν την ιδέαν. Ο στρατιώτης είδε τότε φως πολύ τριγύρω του, και ησθάνθη τρομεράν ζέστην αλλά δεν ήξευρε καλά καλά αν τον εζέσταινεν η φωτιά, ή η αγάπη του διά την χορεύτριαν.

Σταθείσα αίφνης προ ενός των κατόπτρων, ησθάνθη πορφυρουμένας εξ ευχαριστήσεως τας παρειάς της. Τόσον ωραίαν ουδέποτε είχον δείξει αυτήν τα κάτοπτρα του πατρικού μεγάρου.

Και όταν ήρχισε να τον ευχαριστή και να του υπόσχεται ότι η Πομπωνία θα τον αγαπά διά την καλωσύνην του, και ότι αύτη η ίδια θα του ήτο ευγνώμων μέχρι τελευταίας πνοής, δεν εκράτησε πλέον την συγκίνησίν του. Η καρδία του ετήκετο εξ ευτυχίας. Η καλλονή της Λιγείας του εμέθυσκε τας αισθήσεις, και ησθάνθη ότι την επόθει μέχρι τρέλλας.

Αλλά το ευμενές βλέμμα και το χαριτόβρυτον ρήμα του Ιησού ήξιζον διά τον Ζακχαίον περισσότερον ή όλοι οι μορμυρισμοί και αι ύβρεις του πλήθους. Ο Τελώνης ησθάνθη βαθύτατα την τιμήν την οποίαν του έκαμεν ο Μεσσίας, και εφιλοτιμήθη να φανή, κατά το δυνατόν, άξιος αυτής.

Ηπατάτο όμως, διότι ησθάνθη αίφνης φλογώδες φίλημα κατακαύσαν τα χείλη της, και βάλουσα κραυγήν εξύπνησεν. Είδε κύκλω της, αλλ' ουδέν διέκρινε, διότι σκότος βαθύ την περιεκύκλου· έτεινε το ους, αλλ' ουδέν ήκουσε, διότι σιγή βαθεία ηπλούτο περί αυτήν.

Μόλις ησθάνθη το σείσιμον, εγύρισε να στραφή από το άλλο πλευρόν, κ' εμορμύρισε με θρηνώδη φωνήν: — Τι με πικραίνεις, Κατερίνα. Κατερινάκι μου;... Γονάτισα, μοιρολόησα απάνω στον τάφο σου, σα γυναίκα.... σου είπα τόσα λυπητερά τραγούδια. Ενθυμείτο την μακαρίτισσα την γυναίκα του, όπου την είχε θάψει προ επτά ετών και ακόμη δεν είχε παρηγορηθή διά την στέρησίν της.

Εάς κανείς έδιδεν εις αυτούς τον δακτύλιον του Γύγου, τον οποίον να φορούν και να γίνωνται αόρατοι, ή τον πίλον του Πλούτωνος, είμαι βέβαιος ότι θα εγκατέλιπον ευχαρίστως τας κακοπαθείας και θα έτρεχον προς την Ηδονήν, μιμούμενοι όλοι τον Διονύσιον, ο οποίος μέχρις ου ασθενήση ήλπιζεν ότι θα τον ωφέλουν αι περί της καρτερίας διδασκαλίαι• αλλ' όταν ησθένησε και κατελήφθη υπό αλγηδόνων και ησθάνθη την πραγματικότητα του πόνου, είδεν ότι το σώμα του είχεν εναντίας προς την Στοάν φιλοσοφικάς γνώμας και δόγματα και εις αυτό μάλλον παρά εις τους Στωικούς επίστευσε και ενόησεν ότι ήτο άνθρωπος και είχεν ανθρώπινον σώμα.

Έχομε και απ' αυτά; έκραξεν η χωρική· μας φοβερίζεις κι' όλας, παληογύφτισσα! Φεύγ' απ' εδώ, να μην έλθουν τώρα, και σου σχίσουν το φουστάνι... Η Αϊμά ησθάνθη το αίμα της αναβαίνον εις την κεφαλήν, και πρώτην φοράν εις την ζωήν της κατελήφθη υπό επιθυμίας όπως πνίξη άνθρωπον. Εν τούτοις συνέσχε τον θυμόν της, ενθυμηθείσα ότι ευρίσκετο εις τον οίκον της γυναικός εκείνης, και δεν θα έπραττε καλώς.

Πριν ή δε συνέλθη εκ της νέας εκπλήξεως, πριν ή κατορθώση καν να ανοίξη το στόμα της εις κραυγήν, έκλεισεν αυτό νέον φίλημα, και αμέσως άλλο, και πάλιν άλλο, και λάβα όλη ασπασμών εχύθη επί του προσώπου της, και ησθάνθη αναβράζον το αίμα του υπό την φλόγα ασθμαινούσης πνοής συγχρόνως δε νέα και σφριγώσα αγκάλη περιέβαλε την νεαράν της οσφύν, και άφθονοι βόστρυχοι κόμης μεταξίνης εθώπευσαν το μέτωπόν της.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν