United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά καθ' ην στιγμήν ηγέρθη, και προεχώρησαν ομού δύο βήματα, σφοδραί υλακαί ηκούσθησαν, και μεγαλόσωμος κύων πηδήσας διά μέσου των θάμνων ήρπασε την άκραν της εσθήτος της Αϊμάς. Ο Σκούντας ησθάνθη τρόμον, και η Αϊμά εφοβήθη πολύ. Ο Χόμο είλκυσε σφοδρώς το άκρον της αισθήτος, και ανέτρεψε την Αϊμάν επί της χλόης.

Και δεν εφοβήθη, δεν υπέστη το ζοφερόν εκείνο αίσθημα της δεισιδαιμονίας, το ιδιάζον εις τας τοιαύτας παραλόγους πίστεις. Ησθάνθη μόνον θάμβος και κατάνυξιν. Ηθέλησε να τη αποτείνη τον λόγον, να απαγγείλη προσευχήν προ της εμφανίσεως ταύτης. Αλλ' η γλώσσα του έμεινεν ακίνητος.

Αλλ' έμελλε λοιπόν να τελεσθή γάμος υπό τας όψεις του, τόσον ευκόλως και προχείρως; Ο Μάχτος ησθάνθη φρικώδη οδύνην, Μη είνε η Αϊμά; είπε καθ' εαυτόν. Την έννοιαν ταύτην δεν ηδυνήθη να μεταβάλη εις λέξιν, την λέξιν δεν ίσχυσε να εκφέρη εις κραυγήν, και ο πέπλος αυτομάτως έπεσε. Το βλέμμα του νέου έπεσεν αρπακτικόν επί της μορφής εκείνης. Φρικώδες! Ήτο η Αϊμά. Δεν ηπατήθη.

Το βέβαιον είναι ότι τα περί ου ο λόγος υπεραλατισμένα επεισόδια και αστεία, εάν ηύρυναν ίσως κατά τι τον κύκλον των αναγνωστών, δεν προσθέτουσι τίποτε εις την φιλολογικήν αξίαν του μυθιστορήματος. Τούτο άλλως ησθάνθη αυτός ο συγγραφεύς περικόψας εν τη β' εκδόσει τα μάλλον άκοσμα χωρία και χαρακτηρίζων έκτοτε συστηματικώς το έργον ως «νεανικόν αμάρτημα».

Ποτέ, έλεγεν ο Πέτρος, η καρδία μου δεν ησθάνθη ηδονήν γλυκυτέραν από το γλυκύτατον και ηδονικώτατον αίσθημα, το οποίον μοι επροξένησεν η διαγωγή μου της ημέρας εκείνης.

Και όλη η άλλη Ελλάς ήτο μετέωρος περιμένουσα την στιγμήν πού αι πρώται πόλεις ήθελον έλθει εις χείρας. Και πολλαί μεν προρρήσεις ελέγοντο, πολλοί δε χρησμολόγοι έψαλλον και εις τας μέλλουσας να πολεμήσουν πόλεις και εις τας άλλας. Ακόμη δε και η Δήλος ολίγον προ τούτων ησθάνθη σεισμόν, η οποία αφ' ότου οι Έλληνες ενεθυμούντο ουδέποτε πρότερον εσείσθη.

Ετάχυνεν όμως διά παν ενδεχόμενον το βήμα του, αλλά μετά μίαν στιγμήν τον έκαμε ν' ανατιναχθή βροντερός πυροβολισμός. Ησθάνθη δε κνισμόν εις τα οπίσθια, όστις ενήργησεν επ' αυτού ως νέφτι και επτέρωσε τους πόδας του, ενώ το χέρι του έτριβε το τραυματισθέν μέρος.

Μετά την νηστείαν του όθεν την τεσσαρακονθήμερον, όσον και αν υπεστήριζον τας δυνάμεις του οι βαθείς λογισμοί και η υπερφυσική βοήθεια, η πείνα την οποίαν ησθάνθη ήτο μεγάλη.

Αλλ' η φαντασία η αυστηρά και μελαγχολική του ποιητού Δάντου τον παρακολουθεί, κ' ευρίσκει εκεί, εις τον άλλον κόσμον, μεταξύ άλλων ψυχών μαραμμένων και πλανωμένων ως φύλλα φθινοπωρινά, την σκιάν εκείνου «όστις εξ ανανδρίας έκαμε την μεγάλην άρνησιν». Δυνάμεθα να ελπίσωμεν και να πιστεύσωμεν κρείττονα τελευτήν εις άνθρωπον προς τον οποίον ο Ιησούς, ως προσέβλεψεν, ησθάνθη συμπάθειαν.

Τότε και αυτή έκλεισε πλέον το μαγαζείον. Εκ Πειραιώς ήλθον πολλά ατμόπλοια και πολλά ταχυδρομεία· η δε Θωμαή δεν ελάμβανε καμμίαν είδησιν περί του συζύγου της. Τότε κατά πρώτον ησθάνθη τον φόβον και ήρχισε πολλά να διαλογίζηται. Ενεθυμείτο διάφορα περιστατικά, άτινα εγκαίρως δεν ηθέλησε να εξελέγξη μετ' ακριβείας η ταλαίπωρος.